Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΑΜΑΛΙΑΣ



Την συναντούσε πάντοτε στο ίδιο σημείο της διαδρομής του για το γραφείο. Ήταν βέβαιος, από την πρώτη τους συνάντηση, πως ήταν άστεγη. Εκείνη δεν επαιτούσε, ούτε έδειχνε να την ενδιαφέρουν όσοι περνούσαν μπροστά από την είσοδο του κτιρίου. Στεκόταν όρθια με το τσόχινο κυπαρισσί καπέλο στο κεφάλι και το καφέ επανωφόρι της, γεμάτο μπαλώματα και λεκέδες, και χειρονομούσε με άναρθρους ήχους και κραυγές μόνον σε όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από μέσα. Δεξιά και αριστερά της έστεκε όλο το βιός της, δύο τσάντες ψάθινες με μια Αγία Γραφή και ένα σάλι πάνω σε κάθε μία, να κρύβει τα μυστικά τους. Ήταν γριά και η αρχοντιά της, όσο κι αν καλυπτόταν από τις κακουχίες και τα μαρτύρια του δρόμου, υπήρχε μόνιμη επάνω της, να χρωματίζει την γαλήνη των ματιών της. Υπήρχε μία αξιοπρέπεια και μια προσμονή πλασμένη από κάποια δυστυχία στον τρόπο που περίμενε έξω από την πόρτα.


Εκείνος πήγαινε και γύριζε από τη δουλειά του το ίδιο μόνος, κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, ήταν πιο μόνος από εκείνη, πιο ξέμακρος απ’ τους ανθρώπους μέρα, με τη μέρα. Η μοναξιά χρωματίζει με ίσκιους την ψυχή των ανθρώπων που ζουν έρημοι και ξεχασμένοι από όλους. Στα βάθη όμως εκείνων που περπατούν μέσα στις πόλεις και βιώνουν με μάταιη λαχτάρα τον έρωτα, την αγάπη, τη συντροφιά ενός άλλου, ανατέλλει, μεσουρανεί, το θαμπόφωτο της γνήσιας μοναξιάς και δύει σε ένα πνιγηρό σκοτάδι. Ευλογημένοι όσοι επέλεξαν και αγκάλιασαν τη μοναξιά τους, δυστυχισμένοι όσοι την αγνοούν και παλεύουν να την αρνούνται μέσα στις ψεύτικες κοινωνίες των ανθρώπων.
Αυτό το αξίωμα, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε αποδεχτεί κι είχε αποφασίσει να υπομείνει, τον βάπτιζε «σύντροφο» κάθε άστεγου που συναντούσε στον δρόμο, κάθε επαίτη και καταραμένου. Τους συναντούσε στους περιπάτους του ανάμεσα στα τσιμεντένια τείχη των ανθρώπων, σε κάθε κρυμμένο χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα, και στα είκοσι λεπτά που περπατούσε κάθε μέρα από την Ομόνοια μέχρι τις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Στη διαδρομή αυτή τού είχαν κάνει εντύπωση δύο από δαύτους. Ο πρώτος καθόταν σε ένα σκαλοπάτι της Πανεπιστημίου και πάντοτε έβρισκε να απασχολεί τα χέρια του με κάτι, έπαιζε στην κιθάρα του μιαν άγνωστη μελωδία, έστριβε τσιγάρο ή διέσχιζε τις γραμμές της παλάμης του με τα ακροδάχτυλα του άλλου του χεριού, σαν να αναζητούσε κάποια αλλαγή στη μοίρα που είχε υποταχθεί. Τον ένιωθε, γιατί έμοιαζαν οι δυο τους, στην ηλικία και σε όσα ξεχώριζαν έναν δυστυχισμένο από όσους δεν έχουν ακόμα μονοιάσει με τη δυστυχία τους· όλους όσους προσπερνούσαν βιαστικοί, όλους εκείνους που κυνηγούσαν μάταια το νόημα της ζωής τους, ενώ η ζωή στεκόταν και τους περίμενε δίπλα σε εκείνο στο σκαλοπάτι της Πανεπιστημίου, κάθε μέρα, αγέλαστη, πεταμένη σε μιαν άκρη. Η συμπόνοια σάλευε μισοπεθαμένη σε τέτοιες γωνιές της Αθήνας, και σε πολλές άλλες, αθέατες απ’ τον ήλιο κι από τους ανθρώπους, σε υπόγεια, σε μουχλιασμένες τρώγλες και σε κλουβιά από τσιμέντο. Λένε πως τα μνημεία του πολιτισμού της Δύσης θα τα βρίσκει κανείς πάντοτε στο κέντρο των μητροπόλεων, μα όσο κι αν ψάξει, ποτέ δεν θα μπορέσει να τα ξεθάψει όλα· ιδιαίτερα όσα αναπνέουν απ’ τις αναθυμιάσεις της αγάπης μας, που κάποιοι βάφτισαν «αλληλεγγύη».


Όσο όμως κι αν συμπονούσε και πλησίαζε κάθε φορά τον άνδρα στο μαρμάρινο σκαλοπάτι της Πανεπιστημίου, το μόνο που κατάφερνε ο ήρωάς μας ήταν να καθησυχάσει τη συνείδησή του, πως έκανε ό,τι μπορούσε, και να φεύγει με τη ντροπή εκείνου που τα ‘χει όλα μα δεν κερδίζει τίποτα από μια συναλλαγή με έναν απόβλητο της πόλης. Οι ενοχές τον ακολουθούσαν μέχρι την κάθοδο της Λεωφόρου Αμαλίας, απομακρύνονταν όσο κοιτούσε τη βλάστηση του Εθνικού Κήπου από τον δρόμο και τον άφηναν λίγο πριν την Πύλη του Αδριανού, εκεί που ήξερε πως θα τον περίμενε εκείνη. Στην ουσία, η γυναίκα δεν περίμενε κανέναν, αυτό τουλάχιστον μπορούσε να συμπεράνει από το άδειο βλέμμα της στα γόνατα των περαστικών. Η ακινησία της διακοπτόταν μονάχα όταν κάποιος έμπαινε ή έβγαινε από την είσοδο του πενταώροφου κτιρίου· τότε τρανταζόταν και τα χείλη της ξεχείλιζαν από βογγητά πληγωμένου ζώου, ακατάληπτα μουρμουρητά μπλεγμένα με τη βουή του ανέμου που γεννά στα στήθη ο βαθύς πόνος, αναφιλητά που έσπαγαν σε μικρά κομμάτια το καθένα πριν φτάσουν έξω, όλα μαζί μία κακόφωνη ηχώ από σπασμένες χορδές και τύμπανα σκισμένα. Όλα αυτά κρατούσαν μέχρι ο ένοικος του κτιρίου να κλείσει πίσω του την πόρτα ή να χαθεί στο ανθρώπινο ποτάμι.


Σε εκείνον δεν έδινε ποτέ σημασία, ακόμα κι όταν σταματούσε ακριβώς μπροστά της, προσφέροντάς της λίγα κέρματα ή κάτι για να φάει. Τότε, και αφού εξαντλούσε κάθε δυνατότητα να επικοινωνήσουν, άφηνε την ελεημοσύνη πάνω σε μια από τις τσάντες της και συνέχιζε τον δρόμο του για το γραφείο. Σήμερα είχε αγοράσει πάλι δύο τυρόπιτες και ήταν αποφασισμένος να την πείσει να δεχτεί το κέρασμα. Στάθηκε μπροστά της και περίμενε, μέχρι να τον δει. Πλησίασε ξετυλίγοντας τη μία, συστήθηκε και την παρακάλεσε να δεχτεί το κέρασμα για τα τεσσαρακοστά γενέθλιά του. Ήταν Δεκέμβριος, μήνας γιορτών, μήνας της μεγαλύτερης γιορτής των ανθρώπων, πλησίαζαν «οι μέρες της χαράς και της αγάπης», όπως όλοι συνηθίζουν να καυχώνται τέτοιες μέρες, σίγουροι πως με αυτήν την επισήμανση θα καθησυχάσουν τη συνείδησή τους. Δεν έδειξε να τον καταλαβαίνει. Το βλέμμα της μετακινήθηκε στα αριστερά της. Το ίδιο έκανε και εκείνος και επανέλαβε την πρόσκληση, σε τόνο παράκλησης τώρα. Δεν του μίλησε. Η σιωπή της, το βλέμμα πάνω στο στήθος του, τον έπεισαν πως όφειλε να φύγει. Η γυναίκα δεν ζητούσε κάποια ελεημοσύνη· τουλάχιστον όχι από εκείνον. Τράβηξε το χέρι του πίσω κι ξεκίνησε να φύγει.
Τα λόγια του κολλαρισμένου άνδρα, που βγήκε από την είσοδο, τον έκαναν να σταματήσει και να γυρίσει πίσω. Η φωνή του είχε τη χροιά της οικειότητας μπροστά σε ένα συνηθισμένο, καθημερινό φαινόμενο, την χαιρέτισε και τη συμβούλευε να μην περιμένει άδικα μέσα στο κρύο. Ο γιός της θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα στο γραφείο του. Τον πρόλαβε λίγα μέτρα παρακάτω και η απάντηση που πήρε μούδιασε το κορμί του μέχρι τα ακροδάχτυλα· η ζεστή σφολιάτα άχνιζε τώρα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Η γιαγιά ερχόταν κάθε ημέρα και περίμενε μπροστά στην είσοδο με τις ώρες, για να δει τον γιό της που ερχόταν στο γραφείο του. Ο βιαστικός κύριος τον άφησε και μπήκε στο ταξί του. Κοίταξε πίσω του και την είδε, να κατηφορίζει προς τη Λεωφόρο Συγγρού με τα μπαγκάζια της στα χέρια, σαν μελλοθάνατος κρατούμενος. Ούτε βιαζόταν να απομακρυνθεί, μα ούτε και έδειχνε να έχει πού να πάει.
Γύρισε στην είσοδο του κτιρίου και κοίταξε τα ονόματα στα κουδούνια. Ποιο από όλα ανήκε άραγε στο κτήνος που αφήνει την ίδια του την μάνα να βασανίζεται και να ξεφτιλίζεται στο δρόμο; Χτύπησε δύο απ’ αυτά, ύστερα χτύπησε κι άλλα, κι άλλα, μέχρι που να ακουστεί το βουητό της πόρτας και να σπρώξει για να μπει μέσα. Στους δύο πρώτους ορόφους δεν έβγαλε κάποια άκρη, Κανείς από τους ενοίκους δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που ζητούσε να μάθει. Στις σκάλες για τον τρίτο στοιχημάτισε με τον εαυτό του πως βρισκόταν αντιμέτωπος με μια πλεκτάνη, μια απάνθρωπη συνωμοσία αδιαφορίας, για να αποσιωπηθεί το όνομα του ενόχου. Όλοι τους φάνταζαν ένοχοι, όλοι έδειχναν να γνωρίζουν, μα όλοι υποκρίνονταν άγνοια. Η οργή και το λαχάνιασμά του ξεθύμαναν, όταν σε ένα τουριστικό γραφείο του τετάρτου ορόφου ο μεσόκοπος ιδιοκτήτης δέχτηκε να τού μιλήσει. Ναι, γνωρίζει για ποια κυρία τον ρωτά και ναι, γνώριζε και τον γιό της, που διατηρούσε μέχρι πέρυσι γραφείο εκεί. Πριν λίγες μέρες έκλεισε ένας χρόνος από τον θάνατό του κι η δύστυχη μάνα, που περιμένει κάθε πρωί και βράδυ από κάτω, δεν δείχνει να έχει καταλάβει - ίσως και να κατάλαβε αλλά δεν θέλει να πιστέψει- πως ο γιος της πέθανε. Άλλοι μίλησαν για άνοια, άλλοι για τον βαθύ μαρτύριο του πόνου που την τρέλανε. Στέκεται εκεί, μερόνυχτα ολόκληρα, ρωτώντας όσους μπαίνουνε ή βγαίνουν, αν είδαν το παιδί της ή αν γνωρίζουν πότε θα έρθει. Με κλάματα, με κραυγές. Δεν χρειάζεται πια να πει κάτι, όλοι γνωρίζουν τι της συμβαίνει κι όλοι λυπούνται για τον πόνο της. Όμως, έτσι είναι η ζωή. Κι έτσι, για να μικρύνουν κάπως το μαρτύριο της προσμονής της και να την προφυλάξουν όσο γίνεται από το ζόρι του καιρού, τής λένε ψέμματα πως τάχα το παιδί της λείπει σε ταξίδι και να ξανάρθει την επόμενη εβδομάδα. Αθώα ψέμματα, που την ελπίδα της σαν φως κεριού αναμμένη να κρατούν, αλλά και να ελαφραίνουν την ίδια όσο γίνεται από το βάρος των κακουχιών της. Ο χειμώνας είχε αγριέψει από νωρίς φέτος, καθόλου καλές συνθήκες για να στέκεται μια γερόντισσα όρθια με τις ώρες.


Τις τέσσερεις τελευταίες ημέρες της εβδομάδας δεν την ξαναείδε. Ξημέρωσε η επόμενη Δευτέρα και σηκώθηκε νωρίτερα από το κρεβάτι. Ντύθηκε κι έφυγε από το σπίτι την ώρα που το κρύο της νύχτας αντάμωνε με το αντιφέγγισμα του ήλιου στην ανατολή. Δεν είχε κοιμηθεί καλά-καλά για πέντε βράδια, ξυπνούσε κάθε τόσο από μία τόση δα φλόγα, τρεμάμενη και δειλή στην αρχή, που γιγαντώθηκε κι έγινε φωτιά, για να καταπιεί τις αντιρρήσεις και τις αμφιβολίες του. Τη βρήκε στη γνωστή της θέση, όρθια και με το πρόσωπο στραμμένο στον βοριά, να περιμένει την πόλη να ξυπνήσει, για να ρωτήσει ξανά για το παιδί της.


Εκείνη την ημέρα θα σχολούσε βράδυ από τη δουλειά. Δούλεψε όσο μπορούσε να αντέξει με τις τύψεις. Δίχως να το έχει συνειδητοποιήσει, αναζητούσε -μια βδομάδα τώρα- λύση σε ένα μαρτύριο που δεν ήταν καν δικό του. Η θαλπωρή του γραφείου, μόλις λίγα μέτρα μακριά από την παγωνιά που ζούσε εκείνη, τον έκανε να αισθάνεται ένοχος απέναντί της. Φόρεσε το πανωφόρι του και βγήκε στο θαμπόφωτο των Χριστουγέννων, την ώρα που ο ήλιος μάζευε το τελευταίο φως του πίσω από τα πυκνά σύννεφα της δύσης, αφήνοντας μια αχνή γραμμή από χρώμα σέπιας ως τα σύνορα του κόσμου. Σε λίγες ώρες θα γεννιόταν ο Θεάνθρωπος για τους ανθρώπους, τώρα είχε έλθει η στιγμή να γεννηθεί για εκείνον.
Έσφιξε με το νου του αυτήν τη σκέψη, στα λίγα μέτρα που χρειάστηκε να περπατήσει, και την πλησίασε από τα δεξιά. Βρέθηκε μπροστά της, τόσο κοντά, που το βλέμμα της ήταν αδύνατον να τον αποφύγει. Για μια στιγμή μονάχα δείλιασε. Αν εκείνη είχε τρελαθεί, όπως έλεγαν όλοι, αυτή η δυστυχία της, αυτή η θλιμμένη ρέμβη των ματιών της που μόνο πόνο και λύπηση γεννούσε σε όσους την αντίκριζαν, μπορούσε να γεννήσει πάλι στα μάτια της το χαμόγελο της παλιάς ευτυχίας, το γνώριμο εκείνο χνάρι των ανθρώπων που ξαναβρίσκουν τον χαμένο εαυτό τους να τους περιμένει στον Παράδεισο; Μπορούσε να την ξεγελάσει; Κι αν ναι, αρκούσε, για να πειστεί εκείνη, μια τόση δα λέξη;
Μάζεψε όσο κρύο χωρούσαν τα πνευμόνια του, το κράτησε, το ένιωσε να λιώνει στη φλόγα της ψυχής του και άφησε την ανάσα του να βγει τυλιγμένη στη γλώσσα του μαζί με μία λέξη, τη μόνη λέξη που θα μπορούσε να κάνει τη γερόντισσα να μιλήσει. «Μάνα». Τραύλισε, φοβούμενος πως αφού τής ήταν άγνωστος πιθανόν να τον έβριζε ή να τον προσπερνούσε δίχως να δώσει σημασία. Το βλέμμα της μετεωρίστηκε για λίγο πάνω του, από τα χείλη ως τα μάτια του και πάλι κάτω στα χείλη, διάβασε το βλέμμα που ανήκε μόνο σε εκείνον, τον ανείπωτο καημό ενός μονάχου, το χαμόγελό του και τη λαχτάρα να δεχτεί εκείνη αυτό που μόλις της είχε προφέρει.


Η γυναίκα δοκίμασε να μιλήσει, μα αυτό που ακούστηκε ήταν ο ήχος του αναφιλητού της, που ανακατευόταν με συλλαβές και κομμένες λέξεις. Άνοιξε τις φτερούγες της και τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Ένιωσε τα πλευρά της να ανασηκώνονται και να τραντάζονται πάνω του από τα αναφιλητά, το πρόσωπό της, σκαμμένο από τον πόνο κι απ’ το κρύο, να καίγεται πάνω στο δικό του από τα δάκρυα της ανείπωτης ευτυχίας, ο ίδιος να πνίγεται, να τυφλώνεται απ’ το μεθύσι πόνου, χαράς και λύτρωσης, να βυθίζεται και να αναδύεται απ’ το ποτάμι των δακρύων του που συναντούσε το δικό της κάτω απ’ τα μάτια. Σε κάθε ανάσα, που προλάβαινε να πάρει, προσπαθούσε να πει λίγες λέξεις συγκατάβασης και καλοσύνης για να την ηρεμήσει, μα δεν προλάβαινε πια ούτε τη δική του λαχτάρα να καλμάρει, δεν άντεχε τον τόσο πόνο που έβγαινε από μέσα του, ποτάμια πυρωμένα, που τώρα έκαιγαν τα δάκρυά του. Η ορφάνια και των δυο τους πνιγόταν από μουγκρητά, επιτέλους πέθαινε, γεννούσε θρήνους για την περασμένη δυστυχία τους, που ανέβαιναν και σκορπίζονταν από τα χείλη και τα μάτια της πάνω στα δικά του.


Η φωτισμένη λεωφόρος σταμάτησε να ζει για λίγο το όνειρο το Χριστουγέννων και όσοι βρίσκονταν στα σταματημένα αυτοκίνητα, -στο συνηθισμένο μποτιλιάρισμα εκείνων που τέτοιες μέρες βιάζονται να φτάσουν σε μια πλάνη- ακόμα και οι διαβάτες που προσπερνούσαν τόσην ώρα, γύρισαν κι είδαν την αλήθεια. Το όνειρο που όλοι κυνηγούν μπροστά και μέσα από βιτρίνες, κάτω από φώτα, μέσα στην απαραβίαστη υποκρισία της γιορτής του Θεανθρώπου, γεννιόταν τώρα όπως κι Εκείνος, από το σπέρμα της ταπείνωσης μέσα στη μήτρα της θυσίας.
Σήκωσαν από μία τσάντα ο καθένας και ο τελευταίος άνθρωπος που ενδιαφέρθηκε για εκείνους, ένα μικρό αγόρι στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, τους είδε να χάνονται χειροπιασμένοι στη γωνιά του δρόμου.