ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ
«ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΜΥΘΟΥΣ ΚΑΙ ευφάνταστες επινοήσεις, όμως υπάρχουν ιστορίες από τα βάθη των αιώνων, που καθόρισαν και καθορίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων, φωταγωγώντας το μέλλον. Ακόμα κι αν τα διδάγματά τους καλύπτονται με ένα πέπλο επιλεκτικής ειλικρίνειας και καθωσπρεπισμού, ακόμα κι αν η εκάστοτε πραγματική ιστορία αντικαθίσταται από μια ήπια πλοκή, η πρόθεση του αφηγητή δεν αλλάζει, φέγγει διαυγής, δίχως ίχνος δολοπλοκίας ή συγκάλυψης των γεγονότων. Ένα χρήσιμο και εμφανές παράδειγμα αυτού του κανόνα αποτελεί η ιστορία του θανάτου του Σωκράτη. Το κοινό γνωρίζει τα κύρια γεγονότα, η έμφαση κι η εμβρίθεια στις αναλύσεις επικεντρώνονται στο ηθικό αποτύπωμα που άφησε ο φιλόσοφος με τη διδασκαλία του, παραλείποντας την κρυφή εκείνη πτυχή που οδήγησε στο θάνατό του».
Με αυτά τα κατά το ήμισυ δυσνόητα και εν πολλοίς επιτηδευμένα λόγια ο καθηγητής πήρε θέση μπροστά στο τζάκι και μοίρασε το χαμόγελό του στη γυναίκα του και σε εμένα. Συνήθως νοσταλγούμε όσα ζήσαμε ανέμελα, όσα απροειδοποίητα συνέβησαν κι έσμιξαν με κάποιο όνειρό μας, όσα γέννησαν ένα καινούργιο, καμιά φορά και όσα έσβησαν ένα άλλο ανακουφίζοντας από το βάρος μιας ματαιοδοξίας. Πολλοί έρωτες έσβησαν έτσι, και έτσι γεννήθηκαν άνθρωποι δυνατοί και γενναίοι. Έχοντας τούτες τις σκέψεις για οδηγό, μπορώ κι εγώ να ισχυριστώ τώρα πως νοσταλγώ την κρύα εκείνη νύχτα του Γενάρη στο Βιενέζικο καθιστικό του πνευματικού μου κυρίου, αφού την έζησα ολότελα ανέμελα, ανυποψίαστος, και ο πόνος που δοκίμασα στο ξημέρωμά της, το κατακάθι ενός έρωτα που είχε σβήσει, με έκανε να πειστώ πως μόνο τα μαρτύρια της ψυχής γεννούν γενναίους. Τη νύχτα αυτή τη συναντώ στη μνήμη μου κάθε χρόνο, σπρωγμένος από την τυπική, καλουπωμένη υποχρέωση μιας τελετής μνήμης.
Αν θα έπρεπε να δώσω τίτλο στην ιστορία, θα την ονόμαζα «Η παραβολή του Σωκράτη», όμως το όνομα του υποκειμένου και η άνω των ανθρωπίνων στάθμη της φιλοσοφίας του θα αποπροσανατολίσουν από την αρχή το ενδιαφέρον του αναγνώστη κι ίσως ακρωτηριάσουν το διττό νόημα των γεγονότων. Αφήνω λοιπόν κενό το πεδίο αυτό με την υπόθεση πως ο καθένας θα επιλέξει για επικεφαλίδα το προσωπικό του συμπέρασμα.
Όταν ο καθηγητής κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα, στο τραπεζάκι εμπρός του υπήρχαν τρία άδεια ποτήρια, ένα πλαστικό μπουκάλι και μια κανάτα, -και τα δύο γεμάτα με νερό- τα σύνεργα με τον καπνό της πίπας του και οι σχετικές ακαθαρσίες μέσα και γύρω από το σταχτοδοχείο. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να υποφέρω τον καπνό ή τη βλακώδη επιμονή όσων επιλέγουν να αναπνέουν προϊόντα καύσης, όμως εκείνη τη νύχτα η διάθεσή μου μού επέτρεπε να αγνοήσω τα νέφη που αιωρούνταν στον χώρο και την αφέλεια του μέντορά μου να πιστεύει πως απολάμβανα με την ίδια μακαριότητα το άρωμα βανίλιας.
Σε αυτήν την ομολογουμένως πρωτοφανή για εμένα αδιαφορία με ώθησε η διήγησή του, μια ιστορία που με τράβηξε με την πρώτη λέξη της από την πραγματικότητα της αναμονής και της αμφιβολίας και με πήρε μαζί της στο γνώριμο παράδεισο της Κλασσικής Ελληνικής Αρχαιότητας, το λίκνο των συζητήσεων και των συλλογισμών μας χρόνια τότε. Ήταν μια αβίαστα ειπωμένη διήγηση από τη Χρυσή Εποχή της Ελλάδας, που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σε μια άλλη Χρυσή Εποχή, εκείνη της Βρετανικής μυθοπλασίας εγκλήματος και μυστηρίου. Ακόμα κι αν η πλοκή της έδειχνε ελλιπής από ίντριγκες, από προκαταλήψεις ενοχής και από υπόπτους, το τέλος της υπήρξε τόσο βέβαιο και συνάμα τόσο επιβεβλημένο, που θα αποτελούσε προσβολή του χειρίστου είδους η αμφισβήτησή του ως αναληθούς και η αντιμετώπισή του σαν ένα εφεύρημα εντυπωσιασμού.
Χρόνια τώρα εξακολουθώ να πιστεύω στην αξία της αυτοθυσίας του Σωκράτη, όμως από εκείνη τη νύχτα, δύο δεκαετίες πίσω, πείστηκα ώστε να δεσμεύω την εξήγηση του θανάτου του με την ύψιστη τέχνη της Μαιευτικής, που ο ίδιος γέννησε και την ανέπτυξε για τελευταία φορά τις τελευταίες ώρες της ζωής του, φτιάχνοντας με αυτόν τον τρόπο το τέλειο όπλο θανάτου. Κι η τελειότητα αυτού του όπλου συνίσταται στο ότι κατάφερε να διατηρεί κρυμμένο για τόσους αιώνες τον πραγματικό ένοχο, το δολοφόνο του. Ιδού οι αποδείξεις, που θα λύσουν κάθε σας απορία. Στη διήγηση του καθηγητή περιέχονται όλες:
«Ξέχνα όσα ξέρεις από τα βιβλία Ιστορίας. Η σύλληψη του Σωκράτη έγινε κατόπιν εντολής των αντιπάλων του, καθοδηγούμενη από κοινοτυπίες που ορίζουν τι είναι επιβλαβές και το ωφέλιμο για τη σκέψη των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων. Πολλά από τα δικαστήρια αυτού του κόσμου -μα τον Θεό όλα, ακόμα και του ελεύθερου αρχαίου- θα ήταν και είναι πρόθυμα να καταδικάσουν έναν που κηρύττει την ελεύθερη κρίση και εμπνέει με τη διδασκαλία του την αντίπραξη σε κάθε καθεστώς που τυραννά το πνεύμα. Κανένα όμως δε θα έφτανε στο σημείο να τον ηρωοποιήσει με μια θανατική καταδίκη, η οποία απαιτεί μια εκούσια πράξη αυτοχειρίας. Το κώνειο δόθηκε στον Σωκράτη για να το πιεί, μα αυτή η απόφαση αναιρέθηκε από μιαν άλλη.»
»Τα γεγονότα των πρώτων ωρών μετά τη σύλληψή του γεννούν αμφιβολίες για το ποιος αποφάσισε τον θάνατό του. Χρόνια αργότερα, σε ένα από τα ιερά του Απόλλωνα και με εντελώς παράδοξο τρόπο, -τις ακαταληψίες μιας μάντισσας σε ένα χρησμό- περιγράφηκαν με όλη τη μεγαλοπρέπειά τους οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του, ξεκινώντας από τη σημαντικότερη όλων, την ανάκληση της θανατικής ποινής και την αντικατάστασή της με την υποχρέωση ο φιλόσοφος να εγκαταλείψει την πόλη των Αθηνών ισοβίως. Ήταν μια ανάρμοστη απόφαση για κάποιον που περιπλανιόταν απλώς στην Αγορά και που το έγκλημά του ήταν η διδασκαλία, όμως και η πλέον κατάλληλη για να τον ευτελίσουν στα μάτια του κόσμου. Ο θάνατος -ιδιαίτερα με τον τρόπο που αποφασίστηκε να συμβεί- θα τον βάπτιζε «ήρωα»· η εξορία όμως θα τον έσβηνε απ’ τη μνήμη όλων: ένας ακόμα αποδιοπομπαίος με το πρόσχημα του αχρείου, του ανεπιθύμητου.»
»Εμπνευστής και αυτουργός αυτής της απόφασης υπήρξε ο πιο ορκισμένος εχθρός του και εμπνευστής των κατηγοριών, ο άρχοντας Άνυτος. Με τη δύναμη του πλούτου και της πολιτικής επιρροής του κατόρθωσε να μετατρέψει την ποινή του θανάτου σε εξοστρακισμό, μέσα σε λίγες ώρες.
Η είδηση αφίχθηκε μαζί με τον ίδιο στο κελί του Σωκράτη και προσφέρθηκε στον φιλόσοφο σαν η πιο σωστή, η πιο ηθική λύση έναντι εκείνης του θανάτου του. Ο Σωκράτης αρκέστηκε να κοιτάξει το δοχείο με το κώνειο, που τον περίμενε στο βάθος της σπηλιάς, και να χαμογελάσει. Ζήτησε από τον εχθρό του να μείνει και να τον συντροφεύσει την τελευταία νύχτα της ζωής του. Ήταν μια παράκληση που περιείχε μια σαφή δήλωση άρνησης. Η ανταλλαγή που του προτεινόταν δεν ήταν αρκετή για να μεταστρέψει την επιθυμία του να πεθάνει, υπακούοντας στην απόφαση των συμπολιτών του. Προσδοκούσε έναν τρόπο για να φωτίσει στο νου των ανθρώπων την αξία της αφοσίωσης και το βάρος της καταδίκης του εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό κι αναδείκνυε τη διδασκαλία του στην πραγματική διάστασή της, την υπερανθρώπινη.»
»Ο Άνυτος γνώριζε από πριν τι τον περίμενε κι είχε αναλύσει στο μυαλό του όλα τα πιθανά επιχειρήματα που ίσως προέβαλε ο Σωκράτης για να αρνηθεί, ακόμα κι εκείνο της πεισματικής, της περήφανης σιωπής, σίγουρα όμως δεν είχε υπολογίσει μια πρόταση, που το μόνο που ζητούσε ήταν να μιλήσουν και η απόφαση να ληφθεί από τα επιχειρήματα του ενός ή του άλλου. Ο φιλόσοφος θα επέμενε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Θανάτου, ο άρχοντας θα έπρεπε να υπερασπιστεί την αξία της Ζωής: πόση παραδοξότητα μπορεί να γεννήσει η ταπείνωση μπροστά στην αλαζονεία, πόση αμηχανία;
Δεν άντεξε στον πειρασμό και έκρινε αυτό το συλλογισμό σαν μια καλά υπολογισμένη συνωμοσία εις βάρος του, ένα σχέδιο του φιλοσόφου που σκοπό είχε να θίξει το όνομά του και να τον εξευτελίσει στην κοινωνία των Αθηναίων. Δίπλα τους ακριβώς στέκονταν οι μαθητές εκείνου και ήταν σίγουρος πως η συνομιλία θα κυκλοφορούσε την άλλη κιόλας ημέρα στην Αγορά και θα αποδείκνυε την ισχύ του φιλοσόφου. Όλοι θα συζητούσαν για την οξύνοια και την αρετή –αυτό ίσως να ήταν το μικρότερο από τα δύο κακά- του Σωκράτη ή για την αφέλεια, τη δική του ασημαντότητα, που υπέκυψε και έπεισε το χειρότερο εχθρό του να μην πεθάνει, που ο ίδιος αναίρεσε στην ουσία όλα όσα τον είχε κατηγορήσει.»
»Το ημίφως της γαλάζιας νύχτας φώτιζε τα πρόσωπά τους στο άνοιγμα της σπηλιάς κι ο άρχοντας δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί την αδιαφορία με την οποία ο Σωκράτης ξεστόμισε τα τελευταία λόγια. Θα έπαιρνε όρκο μάλιστα πως ο φιλόσοφος είχε ήδη μετανιώσει για λογαριασμό τους, κρίνοντας από το μετέωρο βλέμμα του στο φεγγάρι, σαν να προσευχόταν να τελειώσουν όλα με μια γουλιά απ’ το ποτήρι, μια γουλιά που θα τον υποχρέωνε να πιεί ο κατήγορός του. Ο άρχοντας άπλωσε τη σκέψη του με λίγες λέξεις.
- Ζητάς να βρω εγώ τον λόγο για να ζήσεις; Ζητάς να σε πείσω για αυτό που επιθυμούν όλοι; Είναι δυνατόν αυτό;
- Εσύ με έπεισες να καλωσορίσω και να πιω τον θάνατο. Βρες τώρα τις λέξεις για να αδειάσω κατάχαμα το ποτήρι. Εκτός και αν θαρρείς πως δεν υπάρχουν λέξεις.
- Ξέρεις, καλύτερα απ’ όλους, ότι οι λέξεις, αν στοιχηθούν όπως πρέπει, μετακινούν βουνά και παίρνουν κάστρα.
- Ούτε βουνό είμαι, ούτε κάστρο, χαμήλωσε τη θέλησή σου. Για να με πείσεις, θα χρειαστείς λίγες γραμμές, ίσως λιγότερη κι από μία.
- Μην προσπαθείς να με μεταχειριστείς σαν τους μαθητές σου. Λόγια από το στόμα μου δεν θα βγάλεις. Θα πω μόνα όσα εγώ ορίζω και θα με πιστέψεις. Είναι η οριστική απόφαση των δικαστών σου.
- Αν υπερβαίνουν τη θνητή μου σκέψη, θα τα παραδεχτώ. Δείξε μου τώρα πώς θα συμβεί τούτο.
Πρόκληση ή ειρωνεία; Ο άρχοντας δεν ήταν σίγουρος ποιο απ’ τα δύο να διαλέξει και δίσταζε να ξεκινήσει εκείνος το κυνήγι. Θα προτιμούσε να γνωρίζει απ’ την αρχή τι τον περιμένει, ποια επιχειρήματα θα επέλεγε ο φιλόσοφος για να τον αντικρούσει, ήταν σίγουρος πως αν τα ζητούσε θα λάβαινε απάντηση, όμως έτσι θα παραδεχόταν την αδυναμία του να σταθεί απέναντί του στον διάλογο. Αντί να ρωτήσει, προτίμησε να τον προκαλέσει.
- Στην Αγορά όλοι μιλούσαν σήμερα για τη δειλία του δάσκαλου Σωκράτη, που εγκαταλείπει όσα δίδασκε, κρυμμένος στο άρμα του θανάτου. Λένε, ότι, αν είχες λίγη γνώση της αλήθειας, -πειθώ έχεις- θα την αποκάλυπτες στους δικαστές και θα γλίτωνες την καταδίκη. Η ύστερη δίκαιη κρίση τους κι η μεγαλοψυχία που οφείλουμε μπροστά σε κάθε πλανεμένο τους οδήγησε να ανακαλέσουν μόνοι τη θανατική ποινή με αντάλλαγμα την απομάκρυνσή σου από την πόλη.
- Μα η αλήθεια αποδεικνύεται από τα γεγονότα και ποτέ από όσα φαίνονται, άρχοντά μου, στο λέω απλά για να το καταλάβεις. Άλλωστε, εσύ και οι πλησίον σου πρώτοι από όλους το πιστεύετε αυτό.
- Για ποια γεγονότα μιλάς και ποια φαινόμενα; Δεν καταλαβαίνω.
- Θαρρώ πως ξέρεις, μα κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Όσα φαίνονται στα μάτια σας, η δική μου αλήθεια και ανυποκρισία, είναι η διδασκαλία μου, εκείνα που ρωτώ και βρίσκω στους διαλόγους μου με τους ανθρώπους. Χρειάζεστε λοιπόν γεγονότα, για να πειστείτε για το δικό μου χνάρι αλήθειας. Γεγονός, τώρα και εδώ που οδηγήθηκε η περίπτωσή μου, μπορεί να είναι μόνο ο θάνατος. Έτσι θα αποδειχτεί και σε εσάς και σε όλους, πως περιγελώ και αγνοώ την ύλη, τη σάρκα κι όσα σκορπά ο αέρας του θανάτου. Αυτό αρνείστε να δείτε, καιρό τώρα: την άρνηση του πνεύματος για την ύλη, την προίκα των ανθρώπων· την ελευθερία. Αν κάποιοι πειστούν από το θάνατό μου, θα ελευθερωθούν να ζήσουν δίχως τη συγκατάθεση του σάρκινου εαυτού τους.
- Αυτό δεν είναι μια δεισιδαιμονία;
- Για τα είδωλα της γνώσης είναι, ίσως ακόμα και να φτάνει μέχρι τη σκέψη της αυτοθυσίας. Για τη δική μου άγνοια είναι μια ανάληψη στην ουσία του κόσμου, προϊόν της ελεύθερης επιλογής μου. Παρά τη απόφασή μου, σου προσφέρω ακόμα τη δυνατότητα του διαλόγου στην πιο αναντίρρητη μορφή του, της πράξης που αντιμάχεται και υπερβαίνει μια άλλη πράξη και τη νικά.
- Τι θα πει αυτό;
- Για να με πείσεις για το μάταιο του θανάτου μου, θα πρέπει να επικαλεστείς ή να προσφέρεις κάτι εξίσου ισχυρό, μια πράξη που η πρόθεσή της θα υπερβαίνει τη δική μου ή θα σταθεί δίπλα της τουλάχιστον.
- Και ποια είναι αυτή η πράξη;
- Μα, ο θάνατός σου φυσικά, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
- Χάνεις τα λογικά σου, μου φαίνεται, Σωκράτη.
Το χαμόγελο άνθισε στα χείλη του και με αυτή τη απάντηση έκανε δυο βήματα πίσω και χάθηκε στη σκιά του. Κατευθύνθηκε στο εσωτερικό της σπηλιάς και επέστρεψε από το σκοτάδι στο χλωμό φως της νύχτας κρατώντας δύο κύπελλα, το ένα μπρούντζινο με το σύμβολο της γλαύκας χαραγμένο πάνω του και το άλλο πήλινο και κακοφορμισμένο. Ζήτησε από τους μαθητές του να βγουν έξω και όταν χάθηκε η σκιά και του τελευταίου στο άνοιγμα της σπηλιάς, σήκωσε το πρώτο κι είπε:
- Αυτό είναι το σκεύος του θανάτου μου. Μού το στείλατε πριν ώρες, με το πιο ταπεινωτικό μήνυμα: να πιω μόνος μου, σαν να παραδέχομαι και να σκοτώνω ο ίδιος τον παραλογισμό μου. Τώρα έρχεσαι εσύ ο ίδιος, ο αρχιτέκτονας της κατηγορίας που με βαραίνει, και ανακαλείς αυτή την ανανδρία. Μοιάζει με ελεημοσύνη και φιλανθρωπία η πρότασή σου, όμως παραδέξου κι ο ίδιος πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αναλαμπή του μυαλού σου, μια καθυστερημένη παραδοχή αυτής της αλήθειας: αν πιω, θα δαυλίσω τη διδασκαλία μου, όποιος κι αν διαφωνεί με όσα πρεσβεύω θα παραδεχτεί πως κράτησα αμετακίνητο το λόγο μου· πίστεψα στους ανθρώπους και συμφώνησα με την κρίση τους, έστω κι αν η κρίση αυτή με στέλνει στον θάνατο.
Χαμήλωσε τη μπρούτζινη κούπα και σήκωσε μπροστά του την πήλινη.
- Αυτό είναι το τελευταίο κέρασμα της πόλης σε εμένα, λίγο κρασί από αμπέλι. Ήρθε μαζί με το πρώτο, για να αναθαρρήσω, να πάρω απόφαση τον θάνατό μου και να τον ξεπλύνω αφού τον πιώ, να σβήσω με τη γεύση των θεών στα χείλη.
Έσκυψε και ακούμπησε τις δύο κούπες κατάχαμα κι ανάμεσά τους.
- Μόνο έναν τρόπο βρίσκω δίκαιο, για να μάθουμε την αλήθεια, ποιος στέκεται πάνω απ’ τη Δίκη. Θα σε αφήσω να διαλέξεις πρώτος από ποια κούπα να πιεις. Αν έχεις εμπιστοσύνη στους θεούς σου, -δεν θα χρειαστεί, θαρρώ, αφού εσύ ο ίδιος έστειλες τις κούπες γεμάτες, μου είπαν- θα επιλέξεις εκείνη με το κρασί. Αν πάλι αυτό δεν γίνει, μη φοβάσαι· θα σε σώσει ο δικός μου θεός, ο Άνθρωπος. Θα σου κρατήσω το χέρι πριν πιείς και θα σε σταματήσω. Ο σκοπός μου είναι φιλάνθρωπος, επιθυμώ να σωθεί ο άνθρωπος. Εσύ. Αν, όπως ισχυρίστηκες, περιφρονώ τους θεούς σας και λατρεύω ως δύναμη θεία τον Άνθρωπο, θα πειστείς για την πρότασή μου και θα με εμπιστευτείς, δε θα πιείς αν σε σταματήσω. Αν πάλι θαρρείς ότι τα λόγια μου είναι μια πλεκτάνη, μια ύπουλη πρόθεση για να σε εξαπατήσω και να βρεις τον θάνατο, θα ακολουθήσεις την επιλογή σου, θα αρνηθείς το χέρι μου και θα πιείς από την κούπα που θα έχεις διαλέξει. Δέξου αυτό που σου προτείνω σαν μια δοκιμασία, για να μετρήσεις την πίστη σου δίπλα στη δική μου. Αν επιμείνεις να πιείς από εκεί που διάλεξες, θα το δεχτώ και θα σε αφήσω. Και θα ΄χω κάθε δίκιο να το κάνω, αφού ήδη γνωρίζεις ποια κούπα περιέχει το κώνειο. Αν διαλέξεις εκείνη με το κώνειο και δεν αντιδράσω, θα έχεις μόλις αποδείξει πως ζούσα και δίδασκα μια ψευδαίσθηση, πως δεν υπάρχει Άγνωστος Θεός, ούτε πίστη στον Άνθρωπο, πως προτίμησα να κρατήσω για τον εαυτό μου το νέκταρ του αμπελιού και άφησα για εσένα το δηλητήριο. Το ίδιο θα σημαίνει, αν διαλέξεις εκείνη με το κρασί και σε σταματήσω. Ο θάνατος είναι η επίφαση, στην ουσία μας ενδιαφέρει μονάχα η πρόθεση. Όπως σου είπα, εμπιστεύομαι από αρχής την επιλογή σου και δεσμεύομαι να πιώ από την κούπα που θα αφήσεις για εμένα.
- Μου ζητάς να διαλέξω το δηλητήριο και να πιώ;
- Σου ζητώ να διαλέξεις αυτό στο οποίο πιστεύεις· τους χάλκινους θεούς σου ή τον άνθρωπο. Αν πιστεύεις σε εμένα θα διαλέξεις το δηλητήριο, αν όχι πιες το κρασί, σπονδή στους θεούς σου για το θάνατό μου.»
»Ο άρχοντας δεν είχε κανέναν λόγο να παραδεχτεί την τιμιότητα και την πρόθεση ειλικρίνειας, που χρωμάτιζαν τα λόγια του φιλοσόφου. Αυτό που του προτεινόταν παρείχε τη δυνατότητα να αποφευχθεί ο θάνατος του εχθρού του και επιπλέον διασφάλιζε τον ίδιο, αφού μόνον εκείνος γνώριζε την αλήθεια μέσα στα ποτήρια: το δηλητήριο βρισκόταν μέσα στο πήλινο και η μπρούντζινη κούπα ήταν γεμάτη μόνο με κρασί. Η εξαπάτηση είναι το όπλο των δειλών και κάθε δειλός αρέσκεται να ικανοποιείται με τη σκέψη, πως η δειλία οφείλει να διακρίνει όλους τους ανθρώπους, και περισσότερο τους εχθρούς του. Οι δύο κούπες είχαν φτάσει στη σπηλιά με το μήνυμα να πιωθούν κι οι δύο, η μία σαν ποινή θανάτου, η δεύτερη σαν προθανάτια προσφορά από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενώ ο σκοπός της κάθε μιας ήταν ακριβώς ο αντίθετος: μια ύπουλη, καλοζυγισμένη πλεκτάνη, για να είναι σίγουρος -τις πρώτες εκείνες ώρες που ζούσε το θρίαμβο της καταδίκης του εχθρού του- πως, ακόμα κι αν ο φιλόσοφος δειλιάσει και δεν πιεί το κώνειο, θα το γευτεί από άγνοια και από εξαπάτηση.
Με αυτή τη βεβαιότητα για την ασφάλεια της ζωής του, σίγουρος πως ο Σωκράτης θα τον σταματήσει πριν τα χείλη του βραχούν πάνω σε εκείνα του μπρούντζου, σήκωσε την κούπα με τη γλαύκα. Ο Σωκράτης πήρε την πήλινη και τον κοίταξε. Πέρασαν λίγες στιγμές, που κανείς τους δεν μίλησε. Ο Άνυτος περίμενε μια αντίδρασή του, μια κίνηση που θα διέκοπτε το σήκωμα του ποτηριού στα χείλη. Η κούπα σταμάτησε μπροστά στο πρόσωπό του, κρύβοντας λίγη απ’ την ψεύτικη δυσφορία του όταν ξεστόμιζε τα λόγια:
- Τελικά δεν κράτησες τον λόγο σου. Κρατάς το αθώο, γλυκό κρασί και με αφήνεις να πιω το φαρμάκι. Πόση εξαπάτηση και μοχθηρία!
- Και πόση απιστία από εσένα, άρχοντα.
Ο Άνυτος τον κοίταξε απορημένος και πριν παραδεχτεί το σφάλμα όλων των δειλών και των μετρίων, την υποτίμηση των άλλων, είδε το φιλόσοφο να σηκώνει τη δική του, πήλινη κούπα και να τη γυρνά πάνω απ’ το στόμα του. Δεν του πήρε περισσότερο χρόνο, για να καταλάβει, από όσο χρειάστηκε για να αδειάσει η κούπα. Ο Σωκράτης συνέχισε να τον κοιτά με εκείνη την απόκοσμη λάμψη των ματιών, που παραβαίνει κάθε νόμο και ονομάζεται πίστη. Η πίστη γεννά καλοσύνη και με αυτή τη θαλπωρή στα λόγια του προτίμησε να του μιλήσει.
- Θαρρείς ακόμα πως είμαι μοχθηρός, πως σε εξαπάτησα; Λες πως κατέχομαι από ζήλο να σε δω να πεθαίνεις και ήπια το κρασί, σπρώχνοντάς σε να κάνεις κι εσύ το ίδιο με το δηλητήριό μου; Όχι άρχοντά μου, εσύ είσαι αυτός που εξαπάτησε, και το γνωρίζεις. Το κώνειο βρισκόταν στην κούπα απ’ όπου ήπια. Γλυκό είναι κι αυτό, σαν να μου φαίνεται πως το μελώσατε με λίγο απ’ το κρασί που βρίσκεται στη δική σου κούπα, μα το γνέψιμο του θανάτου ήδη αρχίζω και το βλέπω, βεβαιώνομαι όσο το δηλητήριο περνά στα σωθικά μου και κατεβαίνει, πύρινο σαν φλόγα. Πήγαινε πίσω και συλλογίσου το πάθημά σου, σκέψου ό,τι συνέβη και, αν κρίνεις πως απ’ τον θάνατό μου γεννιέται κάποια αξία, ομολόγησέ την, γράψε, διέδωσε την ιστορία, για να μαθευτεί το όνομα εκείνου που πρεσβεύω.
Γύρισε να φύγει στο βάθος της σπηλιάς, όμως το χέρι του εχθρού του τον έπιασε από το μπράτσο.
- Δεν μου είπες κάτι, το πιο σημαντικό από όλα: πώς ήξερες πως το δηλητήριο δε βρίσκεται στην κούπα που κρατώ;
Γύρισε πάλι προς εκείνον και τον κοίταξε απορημένος.
- Ακόμα δεν κατάλαβες λοιπόν; Δεν άκουσες τίποτε από όσα είπα; Δεν το γνώριζα, άρχοντα. Όλα έγιναν από πίστη. Αυτή ήταν η συμφωνία μας, να πιστέψει ο ένας στον άλλον και από αυτή την πίστη να πειστώ κι εγώ και να ανακαλέσω. Εγώ πίστεψα, εσύ, βλέπω, διστάζεις ακόμα. Η πίστη είναι αυτό που μας χωρίζει. Η γνήσια πίστη, που ξεκινά από τα ανθρώπινα. Πίστεψα σε εσένα. Πιστεύω στον Άνθρωπο, στον Άγνωστο Θεό. Ώρα καλή σου τώρα».
Ο καθηγητής κοίταξε τη γυναίκα του και εμένα με μια δόση ικανοποίησης για την ταραχή και τη δυσπιστία που διέκρινε στα πρόσωπά μας. Απολάμβανε την ενόχληση που δοκίμαζε η λογική μας μετά από αυτήν την παραδοξότητα, την παραγεμισμένη με υπερβολές και ενάρετες προκαταλήψεις, πόσο μάλλον, αφού μόνον εκείνος γνώριζε πως η διήγησή του ήταν το προοίμιο μιας άλλης ιστορίας, σίγουρα πιο ασήμαντης μα το ίδιο τραγικής στο νόημά της.
Με μια επιδέξια κίνηση γέμισε δύο από τα ποτήρια, το ένα από την κανάτα, το δεύτερο από το μπουκάλι, και μου πρότεινε το δεύτερο.
«Τώρα πιστεύεις νεαρέ;» είπε και σήκωσε το ποτήρι του σε ένδειξη χαιρετισμού. «Πιες πρώτος. Και ευχήσου μου καλόν δρόμο».
Τον κοίταξα απορημένος, όμως δεν μίλησα. Δεν μου έδωσε, άλλωστε, το χρόνο για να προλάβω. Άδειασε το ποτήρι του με μια γουλιά και η σύσπαση των χειλιών του, σχεδόν ταυτόχρονη με το πέρασμα του υγρού από τον λάρυγγά του, έκανε τη γυναίκα του να πεταχτεί από τη θέση της. Δε χρειάστηκαν περισσότερες από λίγες στιγμές, για να καταλάβω πως το δηλητήριο έκαιγε τα σωθικά του, πριν καν φτάσει στο στομάχι. Μέσα από το σύντομο μαρτύριο, που έσπαγε το πρόσωπό του σε κομμάτια, πρόλαβαν να βγουν αυτά τα λόγια:
«Ούτε κι εσύ πιστεύεις. Ούτε εκατό σαν τον Σωκράτη δεν αρκούν, για να πειστείτε, να πιστέψετε στον αληθινό θεό, στον Άνθρωπο. Πάρτην, είναι πια δική σου. Δε θα τη μοιραζόμαστε», είπε και ξεψύχησε με το βλέμμα του πάνω σε εκείνη..
Poster: Jacques Luis David