Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ


ΣΥΣΤΗΝΟΤΑΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ όλο το βάρος του ονόματός της: Ιουλία Στρατηγού, θυγατέρα διπλωμάτη και προσωπικού συμβούλου του Βασιλέως. Τις περισσότερες φορές το όνομα παραγκωνιζόταν από την καταγωγή και την ακολουθούσε, υποδηλώνοντας, απλά, την αδυναμία των υπολοίπων να σταθούν στο ίδιο σκαλοπάτι της ζωής με εκείνη. Σε όσους έδειχναν ενδιαφέρον για τη σπουδαιότητα του πατρός της απαριθμούσε μια σειρά διπλωματικών επιτυχιών, τις οποίες είχε υποκινήσει ή στηρίξει ο ίδιος, φροντίζοντας πάντοτε να αφήνει κάποιο εμφανές υπονοούμενο για μια επικείμενη -στον καιρό του- «εθνική τραγωδία», την οποία είχε αποσοβήσει. Η έπαρση για το ένδοξο παρελθόν του προγόνου της ήταν κληροδοτημένη από τη μητέρα της, μια συνήθεια που την ακολουθούσε από την παιδική της ηλικία και χώριζε την ίδια από τους υπόλοιπους ανθρώπους καθ’ ύψος: εφόσον ήταν η κόρη εκείνου, που διαφύλαξε μεταπολεμικά το Έθνος από πλήθος κινδύνων, είχε κάθε δικαίωμα να κοιτά αφ’ υψηλού.


Η ιδιόμορφη συμπεριφορά της υποχρέωνε όποιον τη γνώριζε να συμφωνεί μαζί της σε όλα, ακόμα και σε εκείνα που διαφωνούσε, και να επιδοκιμάζει την καχυποψία της ως ένα τέλειο μέσο διασφάλισης απέναντι στην ανηθικότητα, στην πονηριά και στις σκοτεινές προθέσεις που σκίαζαν αρκετές από τις συναναστροφές του κύκλου της. Με τον καιρό, και απομένοντας μόνη μετά τον θάνατο των γονιών της, έχτισε έναν τοίχο ανάμεσα στην ίδια και στους άλλους και ζούσε απομονωμένη στο πατρικό της, έχοντας ως μόνη συντροφιά τις ρομαντικές ιδεοληψίες της. Είχε αυτοανακηρυχθεί «γεροντοκόρη» πολύ πριν κλείσει τα εβδομήντα της χρόνια και η μόνη ιστορία που είχε να διηγείται από την ανύπαρκτη ερωτική ζωή της ήταν ένας τρυφερός έρωτας της πρώτης νιότης με έναν Πλωτάρχη του Βασιλικού Ναυτικού, που χάθηκε άδοξα από τη ζωή σε ένα ταξίδι στο Αιγαίο.


Συνήθως απέφευγε να μιλά για εκείνη την περίοδο της ζωής της και, όταν το τολμούσε, περιφρονούσε με τη σιωπή της και με ένα μορφασμό υποτίμησης όποιον αμφέβαλλε για τους ισχυρισμούς της. Η αλήθεια βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο παραμύθι που η ίδια είχε πλάσει και στην αμφιβολία. Ο νεαρός αξιωματικός ουδέποτε εξέφρασε ευθέως την πρόθεση να την κάνει δική του, ούτε συνέδεσε δημόσια το όνομά της με κάποια επιθυμία του, αν και είχε έναν πολύ σοβαρό λόγο για να το κάνει, -ή έστω να το υπαινιχθεί- και αυτός δεν ήταν άλλος από το να αποφύγει τη δυσμένεια και τους κινδύνους των καθηκόντων του στο πολεμικό πλοίο που υπηρετούσε, μια σχετικά σύντομη μάχιμη παρουσία που οδήγησε στον θάνατό του, ένα ατύχημα με όλη τη σημασία της λέξης, που προκλήθηκε από μια αδεξιότητα συναδέλφου του και τη δική του απερισκεψία να βρεθεί στο μπροστινό κατάστρωμα του πλοίου εκείνη τη φουρτουνιασμένη νύχτα του Δεκέμβρη.


Το γεγονός χαρακτηρίστηκε «ατυχές», ένα άθροισμα δυσμενών συγκυριών, και ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως. Ο ναύτης, που έδωσε το καθοριστικής σημασίας σπρώξιμο, καταριόταν τη βιασύνη και τη φιλοτιμία του και ορκιζόταν -ακόμα και σε εκείνους που δεν τον ρωτούσαν- πως τίποτε δεν θα είχε γίνει, αν οι δυο τους δεν είχαν συναντηθεί στο πιο στενό σημείο του καταστρώματος τη στιγμή που ένα κύμα χτυπούσε το δεξί «μάγουλο» της πλώρης, τραβώντας κατόπιν απότομα το πλοίο προς τον βυθό. Οι περισσότεροι στη θέση του δεν θα είχαν καν αναφέρει το περιστατικό και στην ύστατη ανάγκη, που θα υποχρεώνονταν να εξηγήσουν την παρουσία τους στην πλώρη, θα επικαλούνταν άγνοια, ισχυριζόμενοι πως το σκοτάδι της νύχτας και η θαλασσοταραχή δεν αποτελούσαν τις ιδανικές συνθήκες για να διακρίνει κανείς την παρουσία ενός ανθρώπου. Με λίγα λόγια, θα έβγαζαν τρελό όποιον επέμενε πως τους είχε δει δίπλα στον Πλωτάρχη λίγο πριν εκείνος χαθεί στο νερό.


Για την Ιουλία ο θάνατος του αξιωματικού αποδείχθηκε βαρύτερος από μια ανθρώπινη απώλεια. Κλείστηκε στον εαυτό της και από τις λιγοστές συναναστροφές της δεν έμεινε καμία δίπλα της. Ο πρώτος άνθρωπος που την εγκατέλειψε ήταν η παιδική της φίλη Ερασμία. Τα λόγια που αντάλλαξαν μεταξύ τους -όλα μέσω επιστολών ή κοινών γνωστών- συμφωνούσαν πως η μία θεωρούσε υπαίτια την άλλη για το χαμό του έρωτά της. Οι ισχυρισμοί της Ιουλίας έφταναν μέχρι το σημείο να περιέχουν ευθείες κατηγορίες για χρήση σκοτεινών πρακτικών και μεθόδων με σκοπό η φίλη της να κερδίσει την καρδιά του πλωτάρχη, ενώ η Ερασμία έριχνε το φταίξιμο για το χαμό του στην κακοδαιμονία που κατέτρεχε την οικογένεια των Στρατηγών, μια συνθήκη που όφειλε να λαμβάνει υπόψη του όποιος συναναστρεφόταν με την «κατσικοπόδαρη». Με τον τρόπο της, η κάθε μία επηρέασε ένα μέρος των κοινών γνωστών τους, μέχρι που στο τέλος κατάφεραν να απομείνουν μόνες. Όσοι τις ήξεραν έδωσαν -κατά περίσταση- δίκιο και στις δύο και απομακρύνθηκαν. Ο χρόνος στάθηκε σκληρός μόνο με τη μία. Η Ερασμία έφτιαξε τη ζωή της με έναν έμπορο υφασμάτων. Η Ιουλία κράτησε για συντροφιά τις αναμνήσεις ενός φθινοπώρου.
Πλησιάζοντας πια τα εβδομήντα ένα της χρόνια, ζούσε με τις αναθυμιάσεις ενός μακρινού παρελθόντος και ενίσχυε τη μνήμη της με παλιές φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων. Συντροφιά τής κρατούσαν οι δύο βαλσαμωμένοι γάτοι της, τα μόνα λαμπερά ενθύμια μιας άλλοτε αδιασάλευτης ζωής στον τρικυμισμένο αφρό της μεταπολεμικής Ελληνικής κοινωνίας. Τα εισοδήματά της, η παχυλή σύνταξη του πατρός και μετοχές τραπεζικών ιδρυμάτων αγορασμένες την εποχή της γενναιόδωρης ανοικοδόμησης της χώρας από τους Συμμάχους, τής εξασφάλιζαν μια ζωή ανώτερη της αξιοπρεπούς και συνέπρατταν ώστε να διατηρείται ζωντανή στη συνείδησή της η ανωτερότητά της έναντι των άλλων. Ήταν μια απόκληρη της υψηλής κοινωνίας, απόμακρη από τις εξελίξεις των καιρών, αδιάφορη για το μέλλον του τόπου, που εγκυμονούσε ένα νέο εμφύλιο μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Οι φιλοβασιλικές καταβολές της αρκούσαν για να τη θέσουν στη λίστα των «αντιφρονούντων», παρά την προχωρημένη ηλικία της. Το Καθεστώς είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του: οποιοσδήποτε διαφωνούσε, νοσταλγός του Βασιλιά ή «τρομοκράτης κομμουνιστής», έπρεπε να αφανιστεί. Κοντά στον κίνδυνο που την περικύκλωνε πρόσθεσε και την περιφρόνηση που ένιωθε για τους άξεστους, που είχαν καταλάβει την εξουσία, και αποτραβήχτηκε εντελώς μέσα στους τοίχους της σιωπής, του σπιτιού της.


Η καθημερινότητά της περιοριζόταν τώρα σε μικρούς περιπάτους στο κοντινό πάρκο -πολύ σπάνια και στον Εθνικό Κήπο- και σε αναγνώσματα που επέλεγε από τα λογοτεχνικά περιοδικά που ήταν συνδρομήτρια, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνα που αναπολούσαν την αθωότητα του Μεσοπολέμου ή νοσταλγούσαν τα χρόνια πριν από αυτόν. Το φύλλο του μηνός Ιουλίου μιας τέτοιας περιοδικής έκδοσης, συνοδευόμενο από μια επιστολή που είχε ταχυδρομηθεί ξεχωριστά, και τα δύο με το όνομα του εκδότη στη θέση του αποστολέα, στάθηκαν η αφορμή μιας περιπέτειας με απρόσμενο τέλος.


Το συγκεκριμένο έντυπο ανήκε σε εκείνα που κατόρθωναν να δημιουργούν -και να υφίστανται εντός αυτού- ένα δυσδιάκριτο έστω πεδίο ουδετερότητας, κρατώντας μια ασφαλή απόσταση από τα μεταβλητά όρια που έθετε το Καθεστώς μεταξύ των «φίλα προσκείμενων» και των «ανατρεπτικών». Η θεματολογία επικεντρωνόταν σε ιστορίες λαογραφίας και ιστορικά αφηγήματα, ακολουθώντας πιστά τα ίχνη της Ιστορίας από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία, κι από κει στο βραδυφλεγές οικοδόμημα του Νέου Ελληνικού Κράτους, ως την κατάρρευσή του στο Μεγάλο Πόλεμο. Σε κάποια από αυτά υπονομεύονταν οι προθέσεις του Κομμουνισμού και οι πρακτικές του στις χώρες που επιβλήθηκε· αυτό ήταν ένα «ευτυχές συναπάντημα» με τη στάση των Συνταγματαρχών απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό προς τη προσέγγισή τους για τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Η διαφωνία και η δυσμένειά της Κυβέρνησης Δικτατορίας εμφανίζονταν στο προσκήνιο μόνο όταν έπεφτε στην αντίληψή του μηχανισμού προπαγάνδας κάποια αναφορά, συνήθως χρωματισμένη με νοσταλγία, στις πρώτες ημέρες του Ελληνικού Βασιλείου ή μια καλά κρυμμένη επιθυμία οι ημέρες αυτές να επιστρέψουν μαζί με το Στέμμα.


Έχοντας να επιλέξουν με ποιον απ’ τους δύο τρόπους το εν λόγω έντυπο καθίστατο περισσότερο επικίνδυνο, και άρα πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί, οι διοικούντες αποφάσισαν πως οι φιλοβασιλικός του χαρακτήρας ήταν ο πραγματικός, ήταν ο γνήσιος πυρήνας της αντίστασης που προετοιμαζόταν και που απειλούσε τη χώρα με μια νέα ανατροπή. Στην ουσία, το μόνο επιχείρημα που μπορούσε να στηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό ήταν η έδρα του εντύπου, μια μικρή κωμόπολη δίπλα στο Μιστρά. Η Καστροπολιτεία, αυτό το ανυπότακτο μνημείο της ιστορίας των Ελλήνων, που γεννούσε κι ανέτρεφε βασιλιάδες για αιώνες, ο τόπος που άχνιζε ακόμα αίμα και Μέλανα Ζωμό, στεκόταν στις συνειδήσεις των Ελλήνων -και των σύγχρονων δημίων τους- ως ο θύλακας που έκρυβε το σπόρο της φυλής: το Αρχαίο Κάλλος και τη Δόξα των λίγων έναντι των πολλών. Για το Καθεστώς ήταν μια ευθεία απειλή, ένας ορατός κίνδυνος ανατροπής της ανομίας των Συνταγματαρχών. Κάθε κάτοικος αυτού του τόπου χαρακτηριζόταν «νοσταλγός του Βασιλέως» και αντιμετωπιζόταν ως εχθρός του Έθνους. Ήταν τέτοιοι οι καιροί, που κανείς δεν ήξερε ποιον να εμπιστευτεί και ποιον να πιστέψει.


Για την κυρία Ιουλία ο Βασιλιάς στεκόταν ακόμα στον θρόνο του. Η ισχύς του βρισκόταν στα Όπλα, στους έντιμους βαθμοφόρους που περίμεναν διαταγές για να ανατρέψουν τη Χούντα. Την απάντηση στις ελπίδες της θα την έπαιρνε στις 13 Δεκέμβρη του ίδιου έτους με την αποτυχημένη πράξη του Στέμματος κατά των δικτατόρων και τη φυγή του Έλληνα μονάρχη στη Ρώμη, λοιδορούμενου από το κρατικό ραδιόφωνο ως «κρυπτόμενος από χωρίου εις χωρίον». Για την ώρα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε μια ιδιαίτερη, και κατά τα φαινόμενα, τιμητική πρόταση ή σε ένα ακόμα καλοκαίρι πλήξης στο άχαρο, για εκείνη, προάστιο του Ψυχικού.


Η επιστολή του εκδότη επιβεβαίωνε τη σημασία του ονόματός της στην κοινωνία. Ήταν μια αυθαίρετη, εξ ολοκλήρου ευφάνταστη, δική της σκέψη, ήταν όμως κι ο μόνος λόγος που της είχε απομείνει για να υπάρχει. Πριν καν ανοίξει τον φάκελο, ήταν σίγουρη πως κρατούσε μια ευχαριστήρια επιστολή για τα τριάντα έτη συνδρομής της κι ίσως ο ευγενικός κύριος, που υπέγραφε ως «Κίμων Σιαμαντάκος», είχε σκοπό να τιμήσει μέσα από τις σελίδες του εντύπου την ένδοξη ιστορία του Ελληνικού Διπλωματικού Σώματος, μια σύσταση που η ίδια είχε αποτολμήσει να κάνει αρκετές φορές στα νιάτα της σε όποιον εκδότη τιμούσε με τη συνδρομή και με έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις. Ευχήθηκε η επιθυμία της να ικανοποιηθεί μόλις θα άνοιγε τον φάκελο και ο ευεργετούμενός της να είχε την έμπνευση να προτείνει μια κατ’ ιδίαν συνομιλία μαζί της. Είχε μάλιστα σκεφτεί, εδώ και χρόνια, ποιες φωτογραφίες θα εμπιστευόταν προς δημοσίευση από το ευρύ αρχείο του πατέρα της.


Με αυτήν την πιθανότητα να κολακεύει το μυαλό της, άνοιξε τον φάκελο και τοποθέτησε το επιστολόχαρτο κάτω από το ξιπασμένο ύφος της. «Μόνο να μην ζητά κάποια επιπλέον ενίσχυση», μονολόγησε ενοχλημένη.
Το ύφος του κειμένου δε συμφωνούσε με την ιδιότητα του συντάκτη του· δεν ήταν γραμμένο σε κανένα λογοτεχνικό ύφος, φάνταζε ανεπιτήδευτο, ήταν φλύαρο στην εισαγωγή και στολισμένο με παλιομοδίτικες φιλοφρονήσεις, που ανταλλάσσονταν στα σαλόνια όσων πρέσβευαν τη φιλαρέσκεια και τη ματαιοδοξία. Το βλέμμα της γλύκανε και φωτίστηκε, όταν έφτασε στις δύο τελευταίες παραγράφους, όπου δινόταν συμπυκνωμένος και με επιχειρήματα που δεν σήκωναν αντιρρήσεις ο λόγος αυτής της γραπτής ενόχλησης: είχε κερδίσει το δικαίωμα -χάρη στην κληρονομιά του ονόματός της, την αδιάλειπτη συνδρομητική στήριξη και τις φιλανθρωπίες της υπέρ των απόρων λογοτεχνών- μιας εβδομάδας διαμονής στον Πύργο του Μυζηθρά, που βρισκόταν στην Καστροπολιτεία του Μιστρά, δίχως καμία επιβάρυνση και με όλες τις απαραίτητες παροχές για μια «ευγενή δεσποινίδα». Η διεύθυνση του περιοδικού την είχε επιλέξει μαζί με άλλες δύο κυρίες, μια χήρα υποστράτηγου και την πρωτότοκη θυγατέρα ενός υπουργού, για να συνδράμουν με τις γνώσεις τους τη συντροφιά των λογοτεχνών που θα συνέγραφαν τα πάθη και τις παλινωδίες ενός λαού από τα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι τον Πόλεμο του ‘40.


Τα έξοδα της μετακίνησης θα καλύπτονταν από το περιοδικό. Είχε μισθωθεί ένα αυτοκίνητο όχημα στο όνομά της, με σοφέρ και με προσωπικό συνοδό, το οποίο εξασφάλιζε ένα άνετο και ασφαλές ταξίδι. Επιπλέον, το όνομα του πύργου που θα τη φιλοξενούσε το γνώριζε μόνον ο εκδότης και τώρα η ίδια. Η επιστολή κατέληγε με την παράκληση της αμέσου γνωστοποίησης της απόφασής της στον τηλεφωνικό αριθμό που αναγραφόταν στο κάτω μέρος της σελίδας και με την ευχή η πρόταση να τη βρει σύμφωνη.


Αφήνοντας το γράμμα πάνω στο Louis Kenz τραπεζάκι, είχε ήδη αποφασίσει. Το πρώτο κύμα ενθουσιασμού μέσα της υποχώρησε, αφήνοντας πίσω του μια γεύση δικαίωσης· η ανωτερότητα του ονόματος, οι σκιώδεις όσο και πολύτιμες υπηρεσίες των προγόνων της αναγνωρίζονταν, έστω και με τη μορφή ενός χρονογραφήματος που θα διαβαζόταν από τριάντα πέντε χιλιάδες ζευγάρια μάτια, όπως τόνιζε ο συντάκτης της επιστολής. Τη συνεπήρε η ευτυχία. Φώναξε την οικιακή βοηθό της και της ανήγγειλε μία εβδομάδα άδεια. Αμέσως αναίρεσε την απόφασή της και της ζήτησε να περιμένει. Κάλεσε τον αριθμό του τηλεφώνου, ανακάθισε και περίμενε με ύφος ήρωα πριν την παρασημοφόρηση. Της απάντησε μια τραχιά φωνή, που θα ορκιζόταν πως ήταν γυναικεία, αν δε συστηνόταν με το όνομα του εκδότη. Η συνομιλία υπήρξε σύντομη, παρότι εκείνη προσπάθησε να ανταποδώσει ένα μέρος των φιλοφρονήσεων που της είχαν απονεμηθεί. Ο κύριος Σιαμαντάκος την ευχαρίστησε βιαστικά κι έστρεψε το ενδιαφέρον της στο θέμα της υπηρεσίας: θα ήταν προτιμότερο, εφόσον αυτό δεν δυσκόλευε τις συνήθειές της, να παραστεί μόνη στον πύργο, δίχως την προσωπική της υπηρεσία. Η διεύθυνση του περιοδικού είχε φροντίσει να προσλάβει για την περίσταση έξι οικιακές λειτουργούς, οι τρεις εκ των οποίων με πολυετή προϋπηρεσία στα Ανάκτορα. Η κυρία Ιουλία ένιωσε βασιλικότερη του Βασιλέως. Τον ευχαρίστησε και ολοκλήρωσε τη συνομιλία, θέλοντας να ξεκαθαρίσει τη θέση της από τις υπόλοιπες φιλοξενούμενες κυρίες. Η μνήμη της δεν τη βοηθούσε να θυμηθεί τις ακριβείς ημερομηνίες κάποιων γεγονότων. Εκτός αυτού, δεν επιθυμούσε να προβάλει σε δημόσια θέα κρυμμένα μυστικά του Παλατιού, ικανά να θίξουν την εικόνα όσων πρωταγωνίστησαν σε αυτά και ζούσαν ακόμα ή να φέρουν σε δύσκολη θέση τους απογόνους τους. Έκλεισε το τηλέφωνο ικανοποιημένη και έγειρε πίσω για να τακτοποιήσει τις σκέψεις της. Είχε αποφασίσει να αποφύγει οποιαδήποτε αναφορά υποδήλωνε ανθρώπινη αδυναμία ή πάθος -αν και θυμόταν κάθε πικάντικη και πικρή ιστορία της Αυλής, ορισμένες μάλιστα είχε τη δυνατότητα να τις παρακολουθεί και μετά τη μετάθεσή του πατέρα της στη Βιέννη- εκτός από μία: την ιστορία της με Εκείνον, τον άνδρα που γέννησε έρωτα μέσα στην καρδιά της. Έδιωξε την οικιακή βοηθό, αφού πρώτα της ανακοίνωσε εκ νέου την άδειά της που ξεκινούσε την ερχόμενη Παρασκευή.
Πήρε την επιστολή και τη διάβασε άλλες δύο φορές, μετά πρόσθεσε σε ό,τι ήταν γραμμένο τα λόγια του εκδότη στο τηλέφωνο. Η περηφάνια της ξεφούσκωσε, μόλις συνειδητοποίησε το κρυφό νόημα όσων είχε διαβάσει και ακούσει. Η πρόσκληση ήταν μια πρόφαση για να βρεθεί μακριά από την επιτήρηση του Καθεστώτος, κοντά σ’ εκείνους που σχεδίαζαν την ανατροπή του. Τώρα που ο ενθουσιασμός είχε κατακαθίσει, τώρα που η φλόγα μέσα της για την ανάδειξη του ένδοξου παρελθόντος είχε μικρύνει, μπορούσε να δει καθαρά, να διακρίνει τα σημάδια, τα φανερά και τα άλλα, τα κρυμμένα και ανυπόστατα στα μάτια κάθε ανυποψίαστου. Πρώτα-πρώτα ήταν η τοποθεσία, η «Ελληνική Κοιλάδα των Βασιλέων», όπως την αποκαλούσε ο πατέρας της. Έπειτα ήταν οι άλλες δύο κυρίες που είχαν κληθεί, και οι δύο καταγόμενες από οικογένειες που το Καθεστώς είχε υπό στενή παρακολούθηση από την πρώτη ημέρα της ανόδου του. Και τέλος ήταν ο ίδιος ο λόγος της πρόσκλησης· ποιος σοβαρός εκδότης θα τολμούσε να εκδώσει απομνημονεύματα δόξας και αίγλης, που αποδείκνυαν την ανάμιξη των Συμμάχων στην Ελληνική Αυλή, όταν όλα τα αναθέματα των Συνταγματαρχών για την πολιτική της Βασιλείας υποδείκνυαν την αντίθεσή τους σε κάθε μορφή συμμαχίας με τη Δύση; Μια ακόμα στρεβλή σκέψη, με μισές αλήθειες, προκατασκευασμένα ψέμματα και μυστικά, σε μια εποχή προπαγάνδας και τρομοκρατίας. Η γηραιά κυρία είχε πέσει απολύτως μέσα στις υποψίες της, και συνάμα διέπραττε ένα μοιραίο λάθος, αφού δεν γνώριζε πως η πρόσκληση αφορούσε μόνον εκείνη.


Αισθάνθηκε ξανά υπερήφανη και έτοιμη να στηρίξει όπως μπορούσε την ανατροπή του δικτάτορα, με την πείρα της, με τις δοκιμασμένες γνώσεις που είχε αποκτήσει στο πλευρό του πατέρα της, με το αίσθημα του δικαίου που πάντοτε ενδυναμώνει έναν απελευθερωτικό αγώνα. Τώρα ήταν η δική της ώρα να γράψει την Ιστορία. Φώναξε την οικιακή βοηθό και της υπαγόρευσε. Το κείμενο έπρεπε να αντιγραφεί και να σταλεί σε διαφορετικούς παραλήπτες. Με αυτό ενημέρωνε το μοναδικό συγγενή της -έναν ακαμάτη μακρινό ανιψιό- και τους φίλους της -υπαρκτοί μόνο στο μυαλό της- πως θα απουσίαζε στο εξωτερικό προσκεκλημένη ενός οικογενειακού φίλου στο Παρίσι, γνωστοποιώντας τον αριθμό τηλεφώνου του δικηγόρου της «εις περίπτωσιν απρόσμενου γεγονότος ή επιτακτικής ανάγκης». Η υπηρέτρια έκλεισε τον τελευταίο φάκελο απηυδισμένη από όλη αυτήν την περιττή φλυαρία και έφυγε για το ταχυδρομείο.

Το ταξίδι διήρκεσε όλη την ημέρα και η Καστροπολιτεία εμφανίστηκε μπροστά της λίγο πριν ο ήλιος κρυφτεί πίσω από τον Ταΰγετο. Η σκιά του βουνού έπεφτε περιττά, χανόταν κι ήταν τόσο λίγη για να σκοτεινιάσει το τοπίο· ο τόπος δεν τη χρειαζόταν, μαρτυρούσε μόνος του την ερήμωση, την εγκατάλειψη, την ακινησία. Τα θέλγητρά του, πέτρες χτισμένες από ανθρώπους και πελεκημένες από ανέμους, πολεμίστρες που είχαν κρυφτεί από τα αγριοχόρταρα, ακροπύργια ακρωτηριασμένα απ’ τη μανία στοιχειών της φύσης και κουρσάρων, τείχη θαμμένα στη γη, αλλοτινές παραμυθένιες εποχές στη μνήμη των ανθρώπων, εμφανίζονταν και χάνονταν από στροφή σε στροφή του δρόμου, μάκραιναν την απόσταση που χώριζε τη γη των βασιλέων με εκείνη των ανθρώπων. Ο κόσμος τούτος φωτιζόταν και σκοτείνιαζε απ’ το δικό του φως, αδιάφορο και αχρείαστο τού ήταν το φως του ήλιου και το σκοτάδι που έτρεχε πίσω απ’ τη δύση του.
Μπροστά στην αγριότητα του τοπίου η κυρία Ιουλία εγκατέλειψε το εγωπαθές ύφος και υπέκυψε στο βάρος όσων καταμαρτυρούσαν οι πέτρινοι όγκοι: τη θέληση, την ισχύ του πνεύματος έναντι της ύλης, την ασάλευτη ύπαρξη στο πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και τα κτίσματα που είχαν σωριαστεί σε σωρούς από πέτρες διατηρούσαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, το αποτύπωμα της μαστοριάς του ανθρώπου και της επίμονης ιδιοσυγκρασίας του να επιβληθεί στη Φύση.


Στα μισά του δρόμου και μετά τη μεγάλη εκκλησία με το βασιλικό τρούλο, το τοπίο πήρε να αλλάζει. Όπου έφτανε κι όπου χωρούσε να βρεθεί το μάτι, η τέχνη της πέτρας αλλού είχε ρίξει ρίζες ως τα τρίσβαθα της γης κι αλλού υπερηφανευόταν που άντεχε και έστεκε ατόφια κι απαράλλαχτη, ορθωμένη ως τα ουράνια. Ο πρώτος πέτρινος γίγαντας που αντίκρισαν ήταν ο Πύργος του Σαρακηνού. Πίσω του, καθώς το αυτοκίνητο έστριβε στα στενά καλντερίμια και στις πέτρινες στράτες, εμφανίστηκαν κι άλλοι πύργοι, κάποιοι ευθυτενείς κι αμετακίνητοι στη δύναμη του ανέμου, άλλοι κτισμένοι με τεχνάσματα που έμοιαζαν να ενώνουν γη και ουρανό με πέτρα, να περνούν πάνω από ρέματα, από λόφους κι από άλλες παραξενιές της γης και να ορίζουν εύκολο το αδύνατο.


Τελευταίος, στο βάθος της πλαγιάς και παράμερα από όλους, στεκόταν ο Πύργος του Μυζηθρά. Φαινόταν να είναι ο μεγαλύτερος, ριζωμένος βαθιά στη γη, ένα με το χώμα της, και το χρώμα που είχε πάρει, από τη ρίζα ως την κορυφή του, ήταν ατόφιο εκείνο της αλμύρας που χτυπά τη Λακωνία αιώνες. Ο οδηγός ανήγγειλε την άφιξή τους σε δύο λεπτά και μνημόνευσε την ιστορία του πύργου με δυο κουβέντες.


Το όνομα του το είχε πάρει από τον πρώτο κύρη του, ένα γέροντα σοφό που έζησε εκεί πριν από επτά αιώνες. Μυζηθρά τον έλεγαν, μα το πραγματικό όνομά του ήταν άλλο. Το όνομα τούτο του το έδωσαν όσοι σώθηκαν από την πολιορκία των βαρβάρων, που κράτησε πάνω από μήνα. Ήταν τότε που, κλεισμένοι οι χριστιανοί μέσα στην Καστροπολιτεία, απελπισμένοι από τον κλοιό που έσφιγγε έξω απ’ τα τείχη κι από την πείνα που τους τσάκιζε, ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Τότε ο γέροντας είπε στις εγκύους να μαζέψουν το γάλα τους και να το τυροκομήσουν. Μαζεύτηκαν κάμποσες τσαντίλες γεμάτες χλωρό τυρί, που στα μέρη τούτα το λένε «μυζήθρα», και οι άνδρες τις κρέμασαν πάνω στις πολεμίστρες. Όταν τις είδαν οι πολιορκητές, πίστεψαν πως μέσα στην πόλη υπάρχουν ακόμα μεγάλα αποθέματα σε τροφές και, εξαντλημένοι όπως ήταν από τις τόσες μέρες στην άγονη γη, εγκατέλειψαν τον τόπο. Με αυτό το τέχνασμα ο γέρος κέρδισε το παρατσούκλι και τον σεβασμό όλων, και το όνομά του μνημονευόταν για χρόνια.


Σταμάτησαν μπροστά στον πύργο μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη, που τους ακολουθούσε στα τελευταία μέτρα πίσω από το αυτοκίνητο και τους πρόλαβε μπροστά στην είσοδο. Η γυναίκα, που τους περίμενε μπροστά στην πόρτα, θα μπορούσε να ήταν μία από εκείνες που άντεξαν στην πολιορκία. Από μακριά έμοιαζε με μοναχό καπουτσίνο, όμως η χειραψία της με την κυρία Ιουλία πρόδιδε τη σκληράδα και τη δύναμη ενός πολεμιστή. Σίγουρα δεν είχε βρεθεί ποτέ της στα Ανάκτορα και το σφίξιμο του χεριού της μαρτυρούσε έναν άνθρωπο σκυμμένο στο χρέος του. Θα μπορούσε να είναι μια καπετάνισσα του παλιού καιρού, που φυλούσε το βιός του άντρα της όσο εκείνος κούρσευε στο Αιγαίο. Το ένδυμά της έμοιαζε φτιαγμένο για εκείνη, αυστηρό όσο και το πρόσωπό της, παμπάλαιο και όμως τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο όπως το φέρσιμό της και σκοτεινό, σαν να έπαιρνε χρώμα απ’ τα μάτια της. Ήταν βαθύ καφέ, με υφή λινάτσας, κεντημένο με αμέτρητους λεκέδες, όμοιους με εκείνους της αλμύρας. Δεν ήταν ούτε ράσο, ούτε χιτώνας. Ήταν, με ανεξήγητο τρόπο, και τα δύο.
Η κυρία Ιουλία ευχαρίστησε για το καλωσόρισμα και την ακολούθησε. Η πρόσοψη του κτιρίου ήταν στενή, όμως το εσωτερικό του εκτεινόταν περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί. Περνώντας την είσοδο, βρέθηκαν στον πρώτο θάλαμο, ένα τετράγωνο δωμάτιο. Ήταν εντελώς άδειο και η μόνη χρησιμότητά του ήταν να στηριχτεί η σκάλα που ξεκινούσε από το μέσον και ανέβαινε. Στον πρώτο όροφο τις περίμενε μια δεύτερη σκάλα και μια πόρτα. Η γριά ευχαρίστησε την τύχη της, που δεν θα χρειαζόταν να ανέβει άλλα σκαλοπάτια, και ακολούθησε τη γυναίκα στο άνοιγμα του τοίχου. Η πόρτα άνοιξε με ένα απαλό άγγιγμα κι οι δυο τους βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο δίχως παράθυρα, που φωτιζόταν με κεριά. Προχωρούσαν κατά μήκος του κτιρίου και, αν η διακόσμηση με τις ανάγλυφες παραστάσεις τους τοίχους δεν αποσπούσε την προσοχή της, η γηραιά κυρία θα αντιλαμβανόταν πως η πορεία τους ήταν στην ουσία «κατά βάθος». Σε κάθε βουβή, άδεια αίθουσα που περνούσαν έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στα έγκατα ενός λόφου και αυτό μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτό από το δροσερό αέρα που τις περίμενε.


Δεν μέτρησε μετά από πόσες πόρτες -σίγουρα ήταν πάνω από δέκα- έφτασαν στο δωμάτιό της. Η γυναίκα άφησε τις βαλίτσες της δίπλα στο κρεβάτι και της έδειξε τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να την φωνάξει, ένα κορδόνι δίπλα στο προσκέφαλο. Η κυρία Ιουλία ρώτησε για τις άλλες δύο κυρίες και για τον εκδότη. Η απάντηση που πήρε δεν την ικανοποίησε. Το βραδινό θα σερβιριζόταν σε λίγα λεπτά, ειδικά για εκείνη. Οι υπόλοιποι είχαν ήδη δειπνήσει κι είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Εξέτασε τις επιλογές της· δεν είχε καμία διάθεση να δειπνήσει μόνη, όμως ένιωθε πως το δωμάτιο στένευε και την έπνιγε. Ζήτησε μια σαλάτα και λίγα φρούτα και αρκέστηκε να στείλει στον οικοδεσπότη μια ψυχρή ευχαριστία γραμμένη στην πίσω πλευρά του μπιλιέτου της.


Η τραπεζαρία βρισκόταν πίσω από τη δεύτερη πόρτα στα δεξιά, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Η γυναίκα τής ζήτησε να περιμένει λίγα λεπτά, μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι, και βγήκε. Η κυρία Ιουλία έψαξε για κάποιο λόγο να περιμένει εκεί. Ο χώρος είχε λίγα έπιπλα και ανύπαρκτη διακόσμηση. Δεν υπήρχαν παράθυρα, παρά μόνο δύο ανοίγματα στον έναν τοίχο με σχήμα και διαστάσεις παραθύρων. Μέσα στο καθένα υπήρχε από μία υδρία, από την οποία ορθωνόταν μια ήσυχη φλόγα. Δίπλα στο κρεβάτι υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι και μια καρέκλα. Μια κανάτα κι ένα πήλινο ποτήρι συμπλήρωναν το σύνολο των αντικειμένων. Οι τοίχοι έμοιαζαν κτισμένοι με γιγάντιους ογκόλιθους, εκτός και οι αρμοί που έβλεπε ήταν ένα εφεύρημα, χαραγμένο με την υπομονή ενός αρχαίου τεχνίτη, με σκοπό να γεννήσει φόβο ή δέος.


Ψηλάφισε τις γραμμές πάνω στην πέτρα κι αποφάσισε πως δεν φοβόταν. Αντίθετα, ήταν τρομερά εξοργισμένη με την υποδοχή και τις συνθήκες φιλοξενίας. Περπάτησε το δωμάτιο πάνω-κάτω, σχεδιάζοντας όσα θα έλεγε το επόμενο πρωί στον άξεστο χωριάτη, που την είχε κουβαλήσει σε αυτήν την ερημιά και την υπέβαλλε στο ανυπόφορο μαρτύριο μιας διανυκτέρευσης σε ένα χωριατόσπιτο. Σταμάτησε ακριβώς στο κέντρο και κοίταξε κάτω. Σε εκείνο το σημείο το δάπεδο έμοιαζε να έχει βαστάξει τα βήματα αμέτρητων ανθρώπων. Το υλικό έμοιαζε με κοινή πέτρα, -κι ίσως να ήταν- τόσο λεία όσο κανένα χέρι γλύπτη δεν θα μπορούσε να λειάνει, εφάμιλλη στην αφή με το πιο ακριβό μετάξι. Η κυρία Ιουλία έσκυψε και τη χάιδεψε· η υφή ήταν πιο απαλή από εκείνη του μεταξιού.
Σηκώθηκε και περπάτησε περιμετρικά, ψάχνοντας στους τοίχους για κάποιο σημάδι που θα τη βοηθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Βρήκε αμέτρητα, μα ήταν όλα ίδια, γραμμές χαραγμένες και χωρισμένες σε τετράδες και πάνω από κάθε τετράδα μία πέμπτη γραμμή, κάθετη στις άλλες. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε δει κάπου αλλού αυτό το σύμβολο, αν υπήρχε κάτι στην Αρχαία Γραμματεία που να συνέπιπτε στην όψη με αυτό το είδος κώδικα γραφής. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και παραδέχτηκε πως ήταν αφελής έως και φαντασιόπληκτη. Τα μυστηριώδη σύμβολα, εκατοντάδες από δαύτα χαραγμένα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των τοίχων, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια συνηθισμένη τακτική μέτρησης των ημερών. Σκέφτηκε πως, αν ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί σαν κελί για φυλακισμένους, θα υπήρχαν κι άλλα σημάδια που να το αποδεικνύουν, λεκέδες βίας και απόγνωσης, μια μυρωδιά κατάπτωσης, η γνώριμη εκείνη πατίνα σήψης που χρωματίζει τους τόπους μαρτυρίων κι αναδίδει το αίσθημα θανάτου και τη λησμονιά για όσους τον γεύτηκαν. Όσο κι αν έψαξε, όπου κι αν κοίταξε, δεν βρήκε κάτι που να αποδεικνύει το συλλογισμό της.


Ο ήχος φτερών από ψηλά την έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Το φως από τις υδρίες έφτανε μέχρι τα πρώτα προπετάσματα των τοίχων, -μια ιδιόμορφη συγκλίνουσα διάταξη που θύμιζε εσωτερικό πυραμίδας- σβήνοντας σε μια ξεθωριασμένη δαμασκηνή απόχρωση μέχρι την πρώτη σειρά από δοκάρια. Πήρε στα χέρια της τη μια υδρία και επέστρεψε στη μέση του δωματίου. Τη σήκωσε ψηλά και θυμήθηκε τα μικρά της χρόνια και εκείνη την αναπαράσταση των Παναθηναίων Μυστηρίων στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, τον εαυτό της κοριτσάκι ντυμένο ιέρεια της Αθηνάς, να προσφέρει τη νηφάλια σπονδή του ελαίου. Το φως υψώθηκε και αποκάλυψε μια Κυκλώπεια κατασκευή, που εκτεινόταν ψηλότερα από όσο μπορούσε να δει εκείνη. Σε ύψος δέκα μέτρων μπορούσε να διακρίνει τρεις παράλληλες σειρές από δοκάρια κι άλλες τόσες κάθετες, που έδεναν σταυρωτά και στηρίζονταν με σφήνες και σιδερένιες γωνίες στους τοίχους και μεταξύ τους. Μετακινήθηκε δύο βήματα πίσω και μαζί της και η σκιά από τα καδρόνια. Πάνω από το ξύλινο σύμπλεγμα το ύψος των τοίχων συνεχιζόταν και οι τέσσερις πλευρές συνέκλιναν με τεθλασμένες διακυμάνσεις και γεωμετρική ακρίβεια σε μία κορυφή. Εκεί μπόρεσε να διακρίνει το φτερούγισμα ενός πουλιού στο μισοσκόταδο. Χαμήλωσε την υδρία και την άφησε στο τραπέζι ενοχλημένη. Αισθανόταν παγιδευμένη σε ένα τεράστιο πέτρινο χωνί και το ένστικτό της την προειδοποιούσε για το ενδεχόμενο μιας συνωμοσίας, την επαίσχυντη πιθανότητα να έχει πέσει θύμα απαγωγής από το Καθεστώς της 21ης Απριλίου.


Ένιωσε τον εαυτό της περισσότερο πατριώτη από πρώτα και υπόχρεο του ένδοξου παρελθόντος της. Εάν ο Βασιλιάς προετοίμαζε μια επανάσταση κατά των Συνταγματαρχών, αν το σχέδιο είχε αποκαλυφθεί πριν καν γίνει πράξη κι αν η ίδια είχε εκληφθεί ως μέλος αυτής της προσπάθειας για ανακατάληψη της εξουσίας από τους εχθρούς της Δημοκρατίας, τότε το τέλος της θα έπρεπε να θεωρείται προδιαγεγραμμένο. Αρκέστηκε να υποθέσει πως η πρόσκληση από τον εκδότη ήταν ένα εξαίσια ραφιναρισμένο παραμύθι για να την παρασύρουν οι άνδρες της Ασφαλείας σε αυτήν την ερημιά και να της αποσπάσουν μυστικά που δεν γνώριζε για ένα σχέδιο ανατροπής που δεν είχε καν δει να καταστρώνεται, και ήταν διατεθειμένη να αποδείξει αυτόν τον φόβο στον εαυτό της, αν η άγνωστη γυναίκα δεν διέκοπτε τον ειρμό της για να της ανακοινώσει πως το δείπνο ήταν έτοιμο.


Η τραπεζαρία κάλμαρε τους φόβους της. Εδώ υπήρχε περισσότερο φως, ένα χαμηλό ξύλινο ταβάνι από ανοιχτόχρωμα πλανεμένα ξύλα και οι φωτογραφίες όλων των βασιλέων της Ελλάδας, αρχαίων, Βυζαντινών και νεότερων. Το μεγάλο τζάκι χάριζε απλόχερα τη ζεστασιά του, -τι ιδιομορφία και ετούτη στο μέσο του καλοκαιριού;- κρατώντας με ανεξήγητο τρόπο τη λάμψη της φλόγας περιορισμένη στα τοιχώματά του. Το τραπέζι κάλυπτε το μισό δωμάτιο και μπορούσαν να καθίσουν άνετα γύρω του δώδεκα συνδαιτυμόνες. Ήταν στρωμένο με ένα βαρύ πορφυρόχρωμο ύφασμα με χρυσά κεντήματα στις πλευρές και στις γωνίες. Στο κέντρο ξεχώριζε ένας ανάγλυφος θυρεός κεντημένος με μετάξι, η εικόνα ενός εστεμμένου αετού υπό την προστασία του ξίφους και της ασπίδας. Τα σερβίτσια δεν είχαν κάποια διακόσμηση, έμοιαζαν σιδερένια κι είχαν ένα ακαθόριστο χρώμα, ένα πάντρεμα της στάχτης, του κάρβουνου και του λαδιού, ήταν βαρύτερα από όσο θα δικαιολογούσε το μέγεθός τους και κατέληγαν σε ένα τραχύ φινίρισμα από μικρές ακανόνιστες εσοχές και δόντια. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα κομψοτέχνημα, το μόνο δείγμα ευγένειας και βασιλικής δαπάνης, που μαζί με τα κεντίδια στις άκρες τους καταλύματος και το οικόσημο μπορούσαν να την καθησυχάσουν πως βρισκόταν μεταξύ ίσων και ομοίων. Σήκωσε το ποτήρι και το περιεργάστηκε με τα μάτια κάτω από το φως της φλόγας. Παρότι γεμάτο, το αισθανόταν πιο ελαφρύ από όσο θα έπρεπε να είναι, τόσο ώστε θα ορκιζόταν πως μπορούσε να το κρατήσει με ένα δάχτυλο, αν μπορούσε να το ισορροπήσει. Ήταν χαμηλό, με στρογγυλή διατομή, και κατάφερνε μέσα στο μικρό του ανάστημα να περιγράψει μιαν ολόκληρη ιστορία: τα μάτια μιας βασιλοπούλας να κοιτούν θλιμμένα τα κύματα απ’ το μπαλκόνι της και καταμεσής στο πέλαγος ένας ιππότης να πολεμά το δράκο με το σπαθί του. Στο βάθος, στην απέναντι πλευρά του ποτηριού, ο ήλιος έδυε μέσα στο κόκκινο κρασί.


Το υπόλοιπο δωμάτιο αποκαλυπτόταν γυμνό από έπιπλα και στολίδια στο φως των κεριών. Υπήρχαν δύο συστοιχίες από αυτά, μία σε κάθε γωνία απέναντί της, καθώς και δυο κεριά στερεωμένα σε λεπτά κηροπήγια πάνω στο τραπέζι. Οι φλόγες έστεκαν ακίνητες, δυο ήλιοι που φώτιζαν μόνο τη γη που τους βαστούσε, αδιάφοροι για το σύμπαν του δωματίου.


Η γυναίκα στεκόταν όρθια δίπλα της. Τώρα, στο φως που αντανακλούσε το πορφυρό κάλυμμα του τραπεζιού, τα γνωρίσματά της προδίδονταν ένα προς ένα στην περιέργεια της ξένης. Έμοιαζε να είναι πάνω από πενήντα, αν και το φέγγος των ματιών της μαρτυρούσε μιαν ανυπόμονη νιότη. Τα μαλλιά της, δίχως να συμφωνούν στο σχήμα με τις επιταγές της θεϊκής λατρείας των Ελλήνων, υπερίσχυαν στην εικόνα της προσομοιάζοντάς την με εκείνη μιας θεραπαινίδας· ήταν κομμένα κοντά, δίχως εμφανές περίγραμμα, με δυσδιάκριτες τεθλασμένες πτυχώσεις, μια οφθαλμαπάτη που γεννούσε το φως και ο όγκος τους, μια απεικόνιση που θα μπορούσε υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία να θεωρηθεί όμοια με των αγαλμάτων Ελλήνων θεών και ηρώων. Ο καλλωπισμός της περιοριζόταν στα όρια μιας λιτής ευπρέπειας. Η κυρία Ιουλία μπορούσε να διακρίνει καθαρά τις ασημένιες τούφες στις παρυφές των μαλλιών της, που πλήθαιναν στους κροτάφους και υποχωρούσαν μπροστά στο πένθιμο χρώμα που στεφάνωνε το μέτωπο. Ο χιτώνας της -γιατί περί χιτώνα επρόκειτο, ήταν σίγουρη τώρα- είχε μεταποιηθεί ώστε να κρύβει κάθε γραμμή θηλυκότητας. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορούσε να εξηγήσει την ακινησία του, την απουσία ακόμα και του πιο μικρού κυματισμού σε κάθε θρόισμα του κορμιού της, σε κάθε βήμα, σε κάθε μετακίνηση του βάρους ή του όγκου της. Παρατηρώντας την να απομακρύνεται στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού και να επιστρέφει με ένα σκεύος γεμάτο με σαλάτα εποχής, θα μπορούσε να στοιχηματίσει πως η γυναίκα αυτή δεν είχε πόδια, πως κυλούσε πάνω σε ρόδες. Η κυρία Ιουλία έγειρε ελαφρά πίσω, δίνοντάς της το χώρο που επιβάλλουν οι καλοί τρόποι για να σερβίρει το πιάτο της. Όσο την κοιτούσε αμφέβαλλε ολοένα και πιο πολύ για την πρώτη της εντύπωση. Δεν ήταν πια σίγουρη αν είχε να κάνει με μια υπηρέτρια ή με μια παρακατιανή. Η έκφραση του προσώπου της, σμιλευμένη με μια συναισθηματική ακαμψία, πρόδιδε μια υπεροχή έναντι των ανθρώπων. Διατηρούσε τα χείλη της σφιχτά κλεισμένα, δυο ωχρές λεπίδες που ανασηκώνονταν και χτυπούσαν η μια την άλλη κάθε φορά που έπρεπε να μιλήσει. Ήταν η συνήθεια μιας ζωής μακριά από τους ανθρώπους ή ένα σύμπτωμα ψυχαναγκασμού, μια ένδειξη της πίεσης που αισθανόταν από τη συνύπαρξη με μία ξένη; Η κυρία Ιουλία παραιτήθηκε της προσπάθειας να καταλάβει και ζήτησε να μάθει -επέμεινε μάλιστα πάνω σε αυτό- για τους υπόλοιπους καλεσμένους και για τον οικοδεσπότη.


«Αν μη τι άλλο, είναι απρεπές να σε καλούν κάπου και να μην σε υποδέχονται όταν φτάνεις», συμπλήρωσε.


«Σε μέρη σαν τα δικά μας ο χρόνος πλατειάζει κυρία» απάντησε η γυναίκα.


Η κυρία Ιουλία δεν ήταν σίγουρη τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν οι καλοί τρόποι με το πέρασμα της ώρας, ούτε ήταν διατεθειμένη να ανοίξει φιλοσοφική συζήτηση για την έννοια του χρόνου. Θυμήθηκε εκείνον τον ακαμάτη ανιψιό της, που την επισκεπτόταν πότε-πότε, προφανώς για να δει αν κόντευε να πεθάνει, -με τη γνωστή αφέλεια εκείνων που πιστεύουν πως θα κληρονομήσουν χάριν ενός κοινού επιθέτου- και αναλωνόταν σε μια επίδειξη γνώσεων, φορτώνοντας τα αυτιά της με σαχλές θεωρίες αναμιγμένες με λόγια Κλασσικών, ίσα-ίσα για να την πείσει πως τόσο κατά σύμπτωση όσο και κατ’ αξία ήταν ο μόνος που άξιζε να ευνοηθεί από τον θάνατό της. Πάντοτε τον ξεφορτωνόταν, όταν έστρεφε τη συζήτηση στη ρέμπελη ζωή του και στις σπουδές που είχε παρατήσει.


Δίχως να μπορεί να εξηγήσει αυτήν την αυτόκλητη σκέψη, συνέκρινε τους δύο αυτούς ανθρώπους, τον τεμπέλη ανιψιό και την άγνωστη γυναίκα, και στη συνείδησή της επικράτησε η ακεραιότητα εκείνης. Εξετάζοντας ξανά την όλη κατάσταση, και κάτω από το βάρος της εντιμότητας και της ειλικρίνειας που ακτινοβολούσαν στο πρόσωπό της με τη γνώριμη εκείνη ωχρότητα που διακρίνει τις ευγενικές φυσιογνωμίες, συνεπαρμένη από τους παραταγμένους Έλληνες βασιλείς στους τοίχους, δεν άντεξε να μην αγκαλιάσει την πιο μύχια ελπίδα της: η γυναίκα ήταν βασιλόφρων, συναρχιτέκτονας ή εργάτης -τι σημασία είχε;- ενός μυστικού σχεδίου υπέρ του Βασιλιά, ένα φαινομενικά ή κυριολεκτικά ασήμαντο γρανάζι στη μηχανή ανατροπής του Καθεστώτος. Η σιωπή της, ακόμα κι όταν μιλούσε, η ανυπαρξία των προθέσεων, οι περιορισμοί στους τρόπους της, όλα αυτά εγκυμονούσαν μια υπόγεια δύναμη, ένα χαλύβδινο, αμετακίνητο χαρακτήρα που εργαζόταν με υπομονή και με προσήλωση στο σκοπό.


Η ενόχλησή της υποτάχθηκε στα συνωμοτικά της συναισθήματα και οι γραμμές των χειλιών της μαλάκωσαν και άνοιξαν στις άκρες. Το χαμόγελο ανέβηκε ως τα μάτια.


«Μένετε εδώ;» ρώτησε με ενδιαφέρον.


«Πάνω από πενήντα χρόνια», απάντησε εκείνη.


«Μόνη;»


«Πλέον ναι».


Η γυναίκα κοίταξε τη γηραιά κυρία για μια στιγμή και χαμήλωσε το βλέμμα. Απομακρύνθηκε στο βάθος του δωματίου και κάθισε σε ένα σανίδι που σχημάτιζε ορθή γωνία με τον τοίχο. Διένυσε τα λίγα μέτρα με μια μονοκόμματη σειρά βημάτων, που η επισκέπτριά της μπορούσε μόνο να μαντέψει κάτω από το ασάλευτο ρούχο της. Καθισμένη στην αριστερή γωνία, φωτιζόταν η μισή από τη συστάδα των κεριών που έφεγγαν δίπλα της. Η κυρία Ιουλία δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί, πως, παρότι το δωμάτιο δεν είχε δει ποτέ το φως του ήλιου, σίγουρα δεν είχε στερηθεί το χλωμό φέγγος της σελήνης και την αθέατη πλευρά της, ολόιδια και τα δύο με το κάθε μισό του προσώπου της άγνωστης απέναντί της.


Οι ελπίδες για ένα σχέδιο συνωμοσίας έδωσαν τη θέση τους σε ένα συναίσθημα μεταφυσικού φόβου. Δίχως ένα σταθερό σημάδι ανθρώπινης υπόστασης ή συμπεριφοράς καμωμένης από σάρκα και κόκαλα, η εικόνα της άγνωστης θάμπωνε στα μάτια της, εξαϋλωνόταν σε μια φασματική παρουσία, σε ένα ον που ανέπνεε κι έπαιρνε σχήμα από την ακινησία, από την απουσία ζωής, που ίσως και το ίδιο ρουφούσε τη ζωή όταν τη συναντούσε· σε ένα φάντασμα. Αν η «φαντασία» της, όπως πολλές φορές είχε ακούσει τους άλλους να περιγράφουν τους ισχυρισμούς της, αν η ανησυχία, που χρόνια τώρα την ακολουθούσε μαζί με κάθε της συνάντηση από τον κόσμο των ψυχών, ήταν αληθινές; Αν όντως μπορούσε να συναντά και να επικοινωνεί με νεκρούς, αν η γυναίκα αυτή ανήκε στο αόρατο πεδίο της υλικής ανυπαρξίας, αν η εμφάνισή της δεν παρέπεμπε σε κανένα φιλόδοξο σκοπό κι ήταν απλά ένας οιωνός για εκείνη, μια σιωπηλή στιχομυθία που εναρμονιζόταν με τη σκέψη της και κατέληγε στα απύθμενα βάθη του μυαλού της; Αν το πλάσμα την προετοίμαζε για το θάνατό της; Κι ακόμα χειρότερα, αν ο σκοπός της ήταν να προκαλέσει το θάνατό της;


Έσκυψε στο πιάτο της κι ανακάτεψε τη σαλάτα, σαν να έψαχνε μέσα εκεί την απάντηση. Η όρεξή της την είχε εγκαταλείψει, μαζί με όποια επιθυμία της να μάθει τον λόγο αυτού του ταξιδιού. Κοίταξε τις προσωπογραφίες στους τοίχους και διέκρινε πολλά ζευγάρια μάτια να την κοιτούν σαν παρείσακτη. Αν ήταν κι αυτή μια ακόμα ιδέα της, τότε σίγουρα θα είχε ανάγκη τα ευεργετικά σκευάσματα του δρ. Καπλάνη για να μπορέσει να κοιμηθεί. Δεν κατάφερε να αποφασίσει αν τα είχε πάρει μαζί της ή τα είχε ξεχάσει στην Αθήνα. Όλη αυτή η συσσωρευμένη αναποφασιστικότητα διεύρυνε τους φόβους της πέρα από τα σταθερά όρια της εγωπάθειας που τη χαρακτήριζε. Ένιωσε τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα να υγραίνουν τους πόρους του προσώπου της και κάποιες από αυτές να κατεβαίνουν στο λαιμό της. Έψαξε να βρει έναν καλό λόγο για να σηκωθεί και να φύγει -ή μάλλον όχι, τρόπο θα έπρεπε βρει· μια ακόμα κόψη αναποφασιστικότητας, που έπρεπε να πατήσει και να ισορροπήσει επάνω της.


Μέχρι να καταλήξει σε αυτή τη σκέψη, τα γνωρίσματα του φόβου είχαν απλωθεί στο πρόσωπο και στο σώμα της, με πρώτο εκείνο της ακούσιας διαστολής στα μάτια και στα χείλη και ακόλουθο το σύνηθες σύμπτωμα του τρέμουλου των άκρων. Η γυναίκα πρόσεξε την αστάθεια του χεριού που κρατούσε το πιρούνι, και τους κραδασμούς του κορμιού της από τους συνεχείς σπασμούς κάτω από τη φούστα. Την πλησίασε με τον ίδιο τρόπο που είχε απομακρυνθεί πριν λίγο, κινούμενη με μια ανεξήγητη δύναμη που ευνοούσε την ακαμψία και υπερέβαινε την πρώτη αρχή κίνησης στον κόσμο της ύλης, τη βαρύτητα. Η κυρία Ιουλία θα έπαιρνε όρκο πως ό,τι είχε φανταστεί, ό,τι είχε απορρίψει πριν σαν πλάνη, είχε τώρα κάθε λόγο να το υποστηρίζει με όλη τη δύναμη του γεροντικού μυαλού της σαν αληθινό. Η γυναίκα έμοιαζε να μεταφέρεται κοντά της δίχως να πατά στη γη, έστω κι αν η άκρη του χιτώνα της δεν είχε ανασηκωθεί ούτε πόντο από το δάπεδο. Η άγνωστη, αναγνωρίζοντας τη φύση του φόβου στα μάτια που την παρακολουθούσαν να πλησιάζει, άπλωσε το χέρι πάνω στο δικό της, ένα άγγιγμα συγκατάβασης με διάρκεια ικανή για να αφήσει ένα μικρό κομμάτι χαρτί, τετράγωνο, τραχύ στις άκρες και με μια βαθιά τσάκιση στη μέση, που δίπλωνε κι άνοιγε με ευκολία μέσα στα δάχτυλα της γηραιάς κυρίας.
Η κυρία Ιουλία άνοιξε την παλάμη της και είδε τη φωτογραφία ενός άνδρα, όχι μεγαλύτερου από τριάντα, να στηρίζεται στην κουπαστή ενός πολεμικού καραβιού. Χαμηλότερα από εκείνον μπορούσε να διακρίνει τα τρία πρώτα γράμματα του ονόματος του πλοίου, αρκετά για να μπορεί να το μαντέψει. Ήταν το πλοίο που υπηρέτησε ο έρωτάς της.


Έφερε τη φωτογραφία μπροστά στα μάτια της και προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπο που της χαμογελούσε. Ο άνδρας φορούσε στολή αγγαρείας και τα χαρακτηριστικά του ήταν αλλοιωμένα από τις ζάρες στο χαρτί, πιθανόν όσες θα είχε κι ο ίδιος τώρα αν ζούσε. Η στολή και η έκφρασή του, ανέμελη και κουρασμένη, μαρτυρούσαν το βαθμό που είχε· ήταν ένας απλός ναύτης. Σίγουρα θα τον είχε δει σε κάποιες από τις επισκέψεις τότε, είχε άλλωστε γνωρίσει κάμποσους από δαύτους κάθε φορά που ειδοποιούσε στην κλίμακα του καραβιού να φωνάξουν τον αγαπημένο της. Μετάνιωσε που δεν είχε πάρει τα γυαλιά από τη βαλίτσα της και προσπάθησε να βρει τη σωστή απόσταση ανάμεσα στην πρεσβυωπία της και στη φωτογραφία. Όταν η εικόνα καθάρισε, θυμήθηκε τη φυσιογνωμία εκείνου που την υποδεχόταν στη σκοπιά του πλοίου στις περισσότερες επισκέψεις της. Είχαν περάσει πενήντα τρία χρόνια από τότε, όμως πώς γινόταν να ξεχάσει το δήμιο της ευτυχίας της; Ο άνδρας αυτός ήταν εκείνος που είχε προκαλέσει το θάνατο του αγαπημένου της. Όλες οι αναμνήσεις, από τους μήνες του έρωτά της, την είδηση του θανάτου, μέχρι τις συναντήσεις της με τον ναύτη που κράτησαν άλλο τόσο, εμφανίστηκαν μπροστά της, ένα καλειδοσκόπιο γεμάτο σκηνές φωτισμένες με σέπια στο χρώμα του ήλιου, το γλυκό εκείνο χρώμα της νοσταλγίας.


«Τον θυμηθήκατε;»


Η φωνή πίσω της ακούστηκε περισσότερο ανθρώπινη τώρα, χρωματισμένη με μια συγκατάβαση που καθησύχαζε τη συνείδηση και επιβαλλόταν πάνω σε κάθε φόβο. Γύρισε και την είδε να της χαμογελά. Σηκώθηκε και την πλησίασε. Η εικόνα ήταν θολή, όπως κάθε τι που κοιτούσε από απόσταση αναπνοής. Έκανε δυο βήματα πίσω, αρκετά ώστε να διακρίνει την ομοιότητα. Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία, μετά ξανά εκείνη και βεβαιώθηκε: η οικοδέσποινά της θα μπορούσε να είναι ο άνδρας της φωτογραφίας ντυμένος γυναίκα. Ήταν παραπάνω από βέβαιη, πως μπροστά της είχε την κόρη του. Οι αναμνήσεις ξεσηκώθηκαν και πάλι. Ήταν αδύνατον να ξεχάσει με πόση οδύνη της είχε ζητήσει ο ναύτης να τον συγχωρήσει. Η συντριβή του για το άδικο τέλος του αξιωματικού και για τον οδυνηρό χαμό του έρωτά τους την υποχρέωνε να τον συναντά κάθε τόσο και να τον παρηγορεί. Ο ίδιος έδειχνε να πονά περισσότερο από εκείνη. Η νεαρή κοπέλα θεώρησε τότε δίκαιο και ανθρώπινο χρέος της να απαλύνει όσο μπορούσε τις ενοχές του, παρά να τον δικάσει στη συνείδησή της. Ακόμα θυμόταν τα λόγια που χρησιμοποιούσε κάθε φορά που εκείνος της ζητούσε συγχώρεση: «Η θάλασσα κρύβει κινδύνους και οι κακές στιγμές του ναυτικού είναι περισσότερες από τις χαρές του».


Έσμιγαν για ένα χρόνο και συζητούσαν· για τις ζωές τους, για τα νέα του πλοίου, για εκείνον. Ακολούθησε ο πόλεμος. Δεν τον ξαναείδε πια, ούτε επιδίωξε να μάθει νέα του. Για λίγο καιρό αναρωτιόταν για την τύχη του και έπειτα τον ξέχασε, όπως όφειλε να κάνει κάθε κόρη αριστοκράτη για ένα γιο λαϊκού. Η αποψινή συνάντηση, μέρος ενός σχεδίου που ήταν μακριά από ό,τι είχε φοβηθεί ή είχε ελπίσει, συνέβαινε για να μάθει την αλήθεια, όλα όσα έμειναν κρυφά τότε κι όσα ακολούθησαν στη ζωή αυτού του ανθρώπου.


Ο Ιάσονας δεν άντεξε για πολύ στο καράβι. Εγκατέλειψε τη ζωή του ναυτικού και επέστρεψε στη γη του πατέρα του. Παντρεύτηκε ένα κορίτσι από ένα διπλανό χωριό, έκανε μαζί της μια κόρη κι έζησε σαν απόκληρος μέσα στους τοίχους αυτού του πύργου. Κανείς δεν τον είδε να χαμογελά εκτός από τη μέρα εκείνη που κράτησε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του το παιδί του. Δούλεψε σαν σιδεράς στο παλιό μαγαζί του παππού του και μαζί με την τέχνη που ασκούσε πάνω στο σίδερο γέννησε λίγα στολίδια και μιας άλλης, εκείνης του γυαλιού. Η κυρία Ιουλία ακολούθησε το βλέμμα της γυναίκας πάνω στο ποτήρι με το μεθυσμένο ηλιοβασίλεμα. Τις νύχτες ο Ιάσονας κλεινόταν μόνος στο τελευταίο δωμάτιο του πύργου, ανασκαλεύοντας τις μέρες του στο καράβι, τις χαρές που είχε πάρει και τις λύπες που είχε γευτεί σε πέλαγα και σε λιμάνια· μαζί μ’ αυτά σκεφτόταν και το έγκλημα που είχε διαπράξει.


Η κυρία Ιουλία είχε όλη την ευγένεια και την καλοσύνη να διακόψει τη διήγηση, αρνούμενη να συμφωνήσει με τον ορισμό ενός ατυχούς θανάτου ως «έγκλημα», όμως η άγνωστη δεν της έδωσε τον χρόνο να το κάνει. Τα λόγια της έσερναν δεμένο πίσω τους με το βάρος των αλυσίδων της ενοχής ένα μυστικό, που η ομολογία του αρκούσε για να αμφισβητήσει όσα γνώριζε μέχρι τότε. Ήταν το σύνηθες παιχνίδι του Θεού και του Διαβόλου που τόσοι είχαν υμνήσει ή καταραστεί, το αιώνιο πάντρεμα του έρωτα και του θανάτου, το μυστικό που φύλαγε στα βάθη της ψυχής του ο πατέρας της για χρόνια.


Γιατί ο Ιάσονας είχε ερωτευτεί την κόρη του διπλωμάτη πολύ πριν εκείνη τον γνωρίσει. Την παρακολουθούσε να περιμένει έξω από το πλοίο και να φεύγει αγκαζέ με τον πλωτάρχη, τα μάτια της να θαμπώνουν απ’ την προσμονή, τα χείλη της να τρέμουν κάθε φορά που ο αξιωματικός κατέβαινε την κλίμακα του πλοίου για να τη συναντήσει. Σε εκείνη την κλίμακα, σε μια σκοπιά του κάποιο απόγευμα του Απρίλη, του μήνα που πυρώνει τις καρδιές με τις φωτεινές λιακάδες του και τις γλυκαίνει με τα ηλιοβασιλέματα, ο ναύτης γνώρισε το κορίτσι. Ήταν το ίδιο απόγευμα που εκείνη έδειχνε αναστατωμένη όσο η ώρα περνούσε κι ο πλωτάρχης δεν εμφανιζόταν και είχε καθίσει δίπλα στη σκοπιά μέχρι αργά το βράδυ, πολύ περισσότερο από όσο επιτρεπόταν σε μια άγαμη θυγατέρα, περιμένοντας να εμφανιστεί. Ο αξιωματικός δεν ήλθε και η Ιουλία έφυγε συλλογισμένη, δίχως να είναι σίγουρη αν η ίδια είχε καταλάβει λάθος την ημέρα του ραντεβού τους, ή αν είχε συμβεί κάτι αναπάντεχο στον αγαπημένο της.


Ο Ιάσονας -όπως και όλοι όσοι υπηρετούσαν στο πλοίο- γνώριζε το λόγο που αυτή η συνάντηση δεν έγινε ποτέ. Ο πλωτάρχης συναντούσε, εδώ και καιρό τότε, μιαν άλλη γυναίκα, μια χήρα εμπόρου μεγαλύτερή του, που, καθώς λεγόταν, τον κρατούσε σπιτωμένο σε κάποιες εξόδους και άδειές του. Η Ιουλία δεν το έμαθε ποτέ αυτό. Επέμενε να φοβάται την επιρροή και τα καμώματα τη φίλης της Ερασμίας, μιας και εκείνη δήλωνε παντού τον έρωτά της για τον νέο. Οι δυο τους συναγωνίζονταν ποια θα τον κερδίσει και ο αξιωματικός, θέλοντας να διατηρεί θερμό τον έρωτά τους, κρατούσε λογαριασμό στις συναντήσεις του μαζί τους, φροντίζοντας να μην μαθαίνει η μία ότι τον μοιραζόταν με την άλλη. Το σχέδιό του το γνώριζε μόνον η μαιτρέσα του. Ήταν καιρός πολέμου κι ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να επιδοθεί σε κάθε λογής τέχνασμα, προκειμένου να πετύχει μια μετάθεση ή μια απόσπαση μακριά από το καράβι, που σε λίγο καιρό θα έπλεε σε εχθρικά νερά. Γνώριζε την επιρροή που είχαν οι πατεράδες των δύο φιλενάδων στο Αρχηγείο και ήταν σίγουρος πως τουλάχιστον η μία θα κατόρθωνε να τον γλιτώσει από τον πόλεμο.


Το τελευταίο εκείνο ταξίδι πριν το μεγάλο μπάρκο του πολέμου έμελλε να γίνει το τελευταίο της ζωής του. Ο Ιάσονας είχε μετρήσει από καιρό τις συνέπειες κι είχε αποφασίσει: λιγότερο βαρύς ο πόνος ενός άδοξου, απροσδόκητου θανάτου από την πληγή της προδοσίας που δεν θα έκλεινε ποτέ στην καρδιά της νέας. Αν στεκόταν τυχερός, -και θα στεκόταν, το ήξερε από πρώτα- αν «τύχη» καλείται η συμφωνία του Θεού και «κατάρα» εκείνη του Διαβόλου να ακούσουν τον παραλογισμό μιας ψυχής ενώπιόν τους, το σχέδιό του θα ολοκλήρωνε τον απατηλό εκείνον έρωτα -ένα έγκλημα που συνέβαινε μήνες πια- με τον τρόπο που του αναλογούσε, εξαπατώντας και χρησιμοποιώντας ως μέσο την ίδια διπρόσωπη όψη του εγκληματία, του νεκρού. Φλογισμένος από το δικό του γνήσιο πάθος του έρωτά του, ανήμπορος να αντιληφθεί πως το κέρμα που θα έστριβε εκείνη τη νύχτα πάνω στην τρικυμία του Αιγαίου είχε δυο όψεις με το ίδιο πρόσωπο, υποδέχτηκε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε σαν τύχη.


«Όταν αναζητάς και βαπτίζεις «τύχη» το θάνατο, φορτώνεσαι με αβάσταχτη κατάρα. Όμως εκείνος σας αγαπούσε και δεν στάθηκε διόλου σε αυτή τη σκέψη τότε», συνέχισε η γυναίκα. Η κυρία Ιουλία, κι ας είχε καταλάβει, για τίποτα στον κόσμο δεν σκόπευε να διακόψει τη διήγησή της.


Η ευκαιρία δόθηκε στον Ιάσονα με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, μέσα σε ένα μικρό κλάσμα χρόνου, σε δύο στιγμές όλες κι όλες, μια για να αποφασίσει και άλλη μια, την φονική, εκείνη που τα χέρια του έσπρωξαν τον αξιωματικό στα κύματα. Για να γίνει απόλυτα πειστικός, άρχισε να φωνάζει αμέσως πως ο πλωτάρχης έπεσε στη θάλασσα, υποχρεώνοντας το σκοπό της πλώρης να σημάνει συναγερμό. Φυσικά ο πλωτάρχης δε βρέθηκε ποτέ, ούτε υπήρχε τρόπος να ρίξουν αγκυροβόλι εκεί και να ψάξουν. Ο καιρός είχε αγριέψει κι η θάλασσα φούσκωνε και ξεφούσκωνε με δύναμη πάνω στο σκαρί του πλοίου. Στη διήγησή του ο Ιάσονας υπήρξε εξίσου πειστικός· έκλαιγε και χτυπιόταν για την απροσεξία του και την κακιά ώρα που τους βρήκε πάνω στο πιο στενό σημείο που υπήρχε στο καμπούνι. Είχαν συναντηθεί εκεί και ο Πλωτάρχης περπατούσε βιαστικά και απρόσεκτα προς την πλώρη. Τη στιγμή που στριμώχτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο ένα δυνατό κύμα χτύπησε το δεξί πλευρό του πλοίου και ο αξιωματικός, γερμένος όπως ήταν προς τα έξω, έπεσε στο νερό.


Ο τρόπος που μίλησε, το ήθος του όσους μήνες βρισκόταν στο καράβι και η αδιαμφισβήτητη δυσχέρεια των συνθηκών πλεύσης αρκούσαν για να πείσουν τους ανωτέρους του, κι ούτε για μια στιγμή δεν υποψιάστηκε κανείς δόλο ή κάποιο άλλο σκοτεινό σημείο στην ιστορία. Μήνες αργότερα συνέχιζε να ξορκίζει την κακή του μοίρα και να καταριέται την κουτουράδα του να σηκωθεί και να βγει στην πλώρη μια τέτοια ώρα, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί πως είχε δέσει σφιχτά το κάλυμμα του πυροβόλου στην πλώρη. Το κάλυμμα ήταν σωστά δεμένο, πάει να πει πως άδικα είχε βγει έξω κι έτσι, δίχως να ‘χει καν λόγο ύπαρξης στο κατάστρωμα, συμμετείχε άθελά του στο θάνατο ενός ανθρώπου. Η συντριβή του τον είχε καταβάλει και αν κάποιος γνώριζε την αλήθεια, θα ορκιζόταν πως οι υπερβολές στα λόγια του, τα αναθέματα που ψιθύριζε κάθε φορά που η κουβέντα περνούσε από εκείνη τη νύχτα, ξεπερνούσαν την τέχνη της υποκρισίας κι ίσως η δύναμή του να αποδίδει ανύπαρκτα συναισθήματα με τόσο πειστικό τρόπο θα μπορούσε να του προσφέρει μια καριέρα ηθοποιού. Σίγουρα υπήρχε η πρόθεση να εξαπατήσει, όμως αυτό ήταν πια ένα μικρό μέρος της αλήθειας· γιατί ο Ιάσονας δεν υποκρινόταν πια, όταν έβριζε τον εαυτό του «άχρηστο», «δολοφόνο» και «ανεμοδαρμένο στο κεφάλι».


Η Θωρακοβαρίς Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ δεν έφυγε ποτέ στον πόλεμο. Η απόφαση πάρθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξή του πλοίου από το κακότυχο εκείνο ταξίδι, γέννησε δειλά χαμόγελα στο πλήρωμα και ένα σπαραγμό στην καρδιά του. Αν το ήξερε από πριν, αν έστω είχε ακούσει κάτι, μια φήμη, μια ανοησία από εκείνες που συνηθίζονται στα πληρώματα των πλοίων για να κυλούν οι ανιαρές πλεύσιμες μέρες, ίσως είχε κάνει πίσω στην απόφασή του. Η πίεση του χρόνου, οι μέρες που κυλούσαν μέχρι το μπάρκο για τον πόλεμο, η ανάγκη να κάνει ο ίδιος κάτι για να πάει στράφι το σχέδιο του γαλονά διαβόλου, όλα αυτά κι από πάνω τους ο κρυφός του έρωτας τον είχαν σπρώξει σε μια βιαστική απόφαση που τώρα αποδεικνυόταν εντελώς άχρηστη. Αν είχε αφήσει τα πράγματα όπως είχαν, το πλοίο θα έμενε δεμένο, ο πλωτάρχης θα συνέχιζε να βγαίνει εναλλάξ με τις δύο φίλες και να συναντά κρυφά τη χήρα κι ίσως ο ίδιος κατάφερνε να βρει έναν άλλον τρόπο για να χαλάσει το ειδύλλιο της δεσποινίδας Ιουλίας. Η συνείδησή του τον προκαλούσε να ομολογήσει ή να βρει τρόπο να ακολουθήσει στο θάνατο τον άνθρωπο που είχε πάρει στον λαιμό του. Άντεξε για κάμποσους μήνες ακόμα. Ήταν τότε που η δεσποινίδα Ιουλία κατέβαινε κάθε μέρα στο ντόκο για να θρηνήσει μπροστά στο σύμβολο του έρωτά της, για να γειάνει τις πληγές της με αναμνήσεις και αλμύρα. Τότε γνωρίστηκαν για τα καλά, τότε εκείνη συνάντησε κι έμαθε τον άνθρωπο που της χάρισε τον πιο βαρύ πόνο, τότε την ερωτεύτηκε στ’ αληθινά κι ο ίδιος: στις ώρες που περνούσαν κάτω από το πευκάκι, στα δάκρυά από μολύβι που ξόδευε εκείνη όσο τον παρακαλούσε να σταματήσει να καταριέται τον εαυτό του και τον πρόσταζε, με όση δύναμη τής είχε αφήσει ο θάνατος, να διώξει από το μυαλό του κάθε μαύρη σκέψη. Ο Ιάσονας πλησίασε πολλές φορές να πει την αλήθεια. Δεν βρήκε ποτέ του το κουράγιο να το κάνει, παρά μόνο όταν στάθηκε μπροστά στο κατώφλι του δικού του θανάτου, σε αυτόν εδώ τον πύργο.


Εδώ έζησε όλη του τη ζωή, αυγάτισε τα πλούτη του, έκανε οικογένεια και κέρδισε τον σεβασμό όλων γύρω του σαν ένας ευγενής, ήσυχος άνθρωπος, που κοιτούσε μόνο τη δουλειά του, και όταν δεν δούλευε κλεινόταν στο τελευταίο, το πιο σκοτεινό κι ήσυχο δωμάτιο του πύργου και ζητούσε να συγχωρεθεί με ικεσίες, -κάθε μια και μια γραμμή στον τοίχο- όλες τους τόσες όσες οι μαύρες σιωπηλές νύχτες της ζωής του, χιλιάδες προσευχές για να σωθεί η ψυχή του.


Πριν ξεψυχήσει, άφησε ευχή στην κόρη του και τη φόρτωσε με ένα χρέος· το χρέος του προς εκείνη. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος η Ιουλία να μάθει την αλήθεια, ακόμα κι αν ήταν περισσότερο από αργά, αφού το «αργά» είχε χαθεί τώρα πια κι εκείνο προς τα πίσω, κάπου στο βάθος της ζωής τους. Όσες πληροφορίες είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει μιλούσαν για μια ηλικιωμένη που ζούσε μόνη, αποκομμένη από τους ανθρώπους, κι που ήταν δύστροπη. Η γυναίκα σκαρφίστηκε την ψεύτικη επιστολή του εκδότη, πλαστογραφώντας την υπογραφή του, για να την πείσει να έλθει στο Μιστρά.


Η κυρία Ιουλία άκουγε με κλειστά τα μάτια από ώρα. Ο μεταφυσικός φόβος της είχε χαθεί, η ελπίδα για μια μυστική συνωμοσία ανατροπής των καθεστώτος την είχε εγκαταλείψει, όμως το τρεμούλιασμα στα χείλη κι εκείνη η υγρή πλημμυρίδα κάτω από τα μάτια, που γεννήθηκε μαζί την εικόνα του ναύτη να την παρακαλά να τον συγχωρέσει, που φούσκωνε και την πύρωνε τώρα, μεγάλωναν όσο οι αναμνήσεις την έβρισκαν η μια πίσω απ’ την άλλη. Κάποιες από τις εικόνες τις θυμόταν μισές, άλλες αδυνατούσε να τις βρει στο σκοτάδι του μυαλού της. Αναθεμάτιζε τα γηρατειά, που χύλωναν τη μνήμη της, και την ελαφρότητα της νιότης, που δεν κρατά στη σκέψη της όσα πρέπει και δεν υπολογίζει το χρόνο μέσα στην ορμή της. Θυμόταν πως στην αρχή της γνωριμίας τους δεν είχε δώσει καμία σημασία στον Ιάσονα. Μετά το ταξίδι, όταν είχε μάθει πως ήταν εκείνος που είχε δει τελευταίος τον αρραβωνιαστικό της, -έτσι τον αποκαλούσε, κι ας μην είχαν μιλήσει ποτέ για γάμο ή αρραβώνα- τον συναντούσε κάθε μέρα στην προκυμαία μπροστά στο καράβι και μιλούσε μαζί του, στην αρχή για τον αγαπημένο της, ύστερα για να τον πείσει να μην κατηγορεί τον εαυτό του για κάτι που ήταν γραφτό να γίνει.
Δεν ένιωθε πόνο ή οργή για όσα είχε ακούσει απόψε, μόνο μιαν άγρια, αδυσώπητη συγκίνηση που την κατέκλυζε και απειλούσε να την κάνει να ξεσπάσει σε αναφιλητά, χαράς για τον μοναδικό άνδρα που βρέθηκε να την αγαπήσει και οδύνης, αφού ήταν της μοίρας της να μη νιώσει την αγάπη στη θνητή ζωή της. Έσφιξε τα μάτια όσο μπορούσε και κράτησε την ανάσα της. Ήξερε πως η παραμικρή κίνηση, η ελάχιστη σύσπαση στο πρόσωπό της, θα διέλυε τη μάσκα από πέτρα, που βαστούσε μετά βίας πια, και το ποτάμι των δακρύων θα παρέσερνε τα πάντα, τις σκέψεις, τα λόγια που στριμώχνονταν πίσω απ’ τα χείλη κι έψαχναν τη σειρά τους για να βγουν έξω, τη μοναδική απόκριση που μπορούσε να δώσει σε ό,τι είχε ακούσει. Γύρισε το πρόσωπο από την άλλη και μάζεψε με το χέρι τις πρώτες στάλες. Ήταν η σειρά της κι έπρεπε να μιλήσει.


«Γιατί εδώ;» ρώτησε.


«Πού αλλού θα μπορούσα να σου μιλήσω;» αναρωτήθηκε εκείνη.


«Θα μπορούσες με ένα γράμμα».


«Δεν θα μπορούσα. Δεν θα έβρισκα τον τρόπο. Κάποιες λέξεις λέγονται μονάχα. Κι είναι άλλες που, κι αν ειπωθούν, δεν αρκούν για να καταλάβεις».


Σηκώθηκε, πήρε ένα από τα κεριά που βρίσκονταν στο τραπέζι και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Πριν βγει, γύρισε και την κοίταξε. Η κυρία Ιουλία σηκώθηκε και την ακολούθησε. Το δωμάτιο που θα τη φιλοξενούσε της φάνηκε πιο ζεστό τώρα, ανθρώπινο και οικείο, το ένιωθε να κρατά ένα κομμάτι της ζωής της, το μυστικό κομμάτι και -ναι, έπρεπε να το παραδεχτεί όπως ήταν- το πιο γλυκό. Η γυναίκα πλησίασε τον τοίχο πάνω από το προσκεφάλι του κρεβατιού. Τώρα τα δάκρυα έπνιγαν τις δικές της λέξεις.


«Το δωμάτιο αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ εδώ και πενήντα χρόνια. Η πόρτα ήταν πάντοτε κλειδωμένη. Άκουγα τη μητέρα να αναρωτιέται τι έκανε εδώ μέσα ο πατέρας κάθε νύχτα, νομίζω ότι την άκουσα να τον ρωτά μια φορά και να τρέχει διωγμένη στην αυλή από τις φωνές του. Δεν ήθελε να του μιλά κανείς για εδώ, ούτε να αναφέρει αυτό το μέρος. Ερχόταν πάντοτε αργά το βράδυ και καθόταν για ώρες. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι έκανε, μια φορά μόνο -ήμουν μικρή, μα το θυμάμαι- είχα κρυφακούσει πίσω από την πόρτα κι ένιωσα το κλάμα του. Λίγο πριν πεθάνει μου έδωσε το κλειδί και μου ζήτησε να χαράξω την τελευταία γραμμή στον τοίχο». Πλησίασε το κερί μπροστά σε μια γραμμή μονάχη ανάμεσα στις άλλες, ακριβώς πάνω από το προσκεφάλι. «Αυτή εδώ ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής του. Μού ζήτησε να στη δείξω, να δεις όλες τις νύχτες που έζησε με τις τύψεις του και εκείνη, την τελευταία νύχτα που ελευθερώθηκε η ψυχή του. Κάθε γραμμή και νύχτα, κάθε νύχτα και προσευχή. Μου είπε πως περνούσε ώρες γονατιστός ζητώντας απ’ τον Θεό να τον συγχωρέσει. Ποτέ του όμως δε βρήκε το θάρρος να ζητήσει συγχώρεση κι από εκείνη που είχε βλάψει. Βλέπεις, βρήκε τον τρόπο για να μάθει για σένα, για τη ζωή σου· δεν απέκτησες ποτέ σου σύντροφο, δεν έκανες οικογένεια. Πήρες βαριά, του είπαν, το θάνατο εκείνου του ανθρώπου. Ήσουν ρομαντική κι έμεινες έτσι».


«Ρομαντικός είναι εκείνος, που δεν αλλάζει σε έναν κόσμο που προχωρά και ξεχνά να σταματήσει. Ρομαντικός είναι μονάχα ο Θάνατος», αποκρίθηκε η κυρία Ιουλία.


«Μα ούτε εσύ άλλαξες. Δεν προχώρησες. Για αυτό έπρεπε να δεις· για να καταλάβεις».


Σήκωσε το κερί ψηλά κι ο τοίχος φωτίστηκε μέχρι το πρώτο προπέτασμά του. Οι γραμμές ανέβαιναν σε πεντάδες και συνέχιζαν πάνω από το τρεμάμενο χρώμα της φλόγας στην πέτρα. Η κυρία Ιουλία πλησίασε και άγγιξε λίγες. Τώρα που τις κοιτούσε πάλι, της φαίνονταν ολόκληρος αιώνας, όχι ο μισός που είχε ζήσει εκείνος. Αισθάνθηκε πως κοιτούσε και τα δικά της χρόνια πάνω στα δικά του, το βάρος μιας ζωής δύο ανθρώπων, ενός που αγαπούσε ως τον θάνατο και μιας που ονειρευόταν μια ολόκληρη ζωή να αγαπηθεί και αγνοούσε τον γνήσιο, τον αγνό υπέρτατο έρωτα, που τόσο απλόχερα στην αρχή και τόσο απάνθρωπα μετά της είχε δώσει και της είχε αρνηθεί η μοίρα.


«Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο, πώς μπόρεσε Θεέ μου;» ψιθύρισε. Κοίταξε τη γυναίκα με δυσπιστία, καθώς υποχωρούσε προς τα πίσω.


«Ξεκίνησε από ψηλά. Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο δωμάτιο, υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη σκάλα που έφτανε ως τα πρώτα δοκάρια».


«Θα μπορούσε να πέσει και να σκοτωθεί».


«Θαρρώ πως σε αυτό έλπιζε. Σε ένα στραβοπάτημα, σε ένα γλίστρημα. Δεν είχε το κουράγιο να το κάνει ο ίδιος».


Η κυρία Ιουλία περπάτησε ως τον απέναντι τοίχο. «Μου ‘κανες μεγάλο κακό απόψε», είπε με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνη. «Ίσως, πάλι, να μου ‘κανες και ένα δώρο», συνέχισε. Γύρισε προς το μέρος της. «Πώς μπορώ να μιλήσω με Αθήνα;» ρώτησε.


«Υπάρχει τηλέφωνο στο χωριό. Θα ειδοποιήσω αύριο, να έλθουν να σας πάρουν». 


Συνέχισε να περπατά, διασχίζοντας το δωμάτιο στο μήκος και στο πλάτος του.



«Πρέπει να ειδοποιήσω την Αλμί να στείλει τα πράγματά μου εδώ και να κανονίσω με το δικηγόρο για το σπίτι», μονολόγησε. Η γυναίκα την κοίταξε με απορία. Της χαμογέλασε. «Θα μείνω εδώ, νομίζω», είπε και πήρε για απάντηση ένα ίδιο, γλυκό και ήσυχο χαμόγελο. «Δε μου είπες το όνομά σου γλυκιά μου».


«Με βάφτισαν Ιουλία», απάντησε η γυναίκα και τα χείλη της τσάκισαν στις άκρες τους. Ήταν το γλυκόπιοτο χαμόγελο της συγκίνησης και της χαράς που μαρτυρά αγάπη.


«Ήμουν σίγουρη. Οπότε καταλαβαίνεις γλυκιά μου, πιάστηκα αιχμάλωτη. Θα μείνω εδώ».